καταψηφισμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, = καταψήφισις.
Greek Monolingual
ο (Α καταψηφισμός) καταψηφίζω
καταψήφιση.
German (Pape)
ὁ, = καταψήφισις, Poll. 8.149.
Full diacritics: καταψηφισμός | Medium diacritics: καταψηφισμός | Low diacritics: καταψηφισμός | Capitals: ΚΑΤΑΨΗΦΙΣΜΟΣ |
Transliteration A: katapsēphismós | Transliteration B: katapsēphismos | Transliteration C: katapsifismos | Beta Code: katayhfismo/s |
ὁ, = καταψήφισις.
ο (Α καταψηφισμός) καταψηφίζω
καταψήφιση.
ὁ, = καταψήφισις, Poll. 8.149.