ἀπόκλητος

From LSJ
Revision as of 19:23, 23 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ";]]" to "]];")

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκλητος Medium diacritics: ἀπόκλητος Low diacritics: απόκλητος Capitals: ΑΠΟΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: apóklētos Transliteration B: apoklētos Transliteration C: apoklitos Beta Code: a)po/klhtos

English (LSJ)

ἀπόκλητον, (ἀποκαλέω) called or chosen out, select; οἱ Ἀπόκλητοι, in the Aetolian League, members of the select council, Plb.20.1.1, etc.

Spanish (DGE)

-ον
seleccionado οἱ ἀ. miembros del Consejo en la Liga Etolia, Plb.4.5.9, 20.1.1, 20.10.13, 21.5.2.

German (Pape)

[Seite 307] abgerufen; οἱ Ἀπόκλητοι, der höchste Rat der Aetolier, Pol. 20, 1. 10; vgl. Liv. 35, 24.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόκλητος: призванный, избранный: οἱ ἀποκλητοι Polyb. апоклеты (члены высшего совета у этолян).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκλητος: -ον, (ἀποκαλέω) κληθεὶς ἢ ἐκλεχθεὶς ἀπό τινος, ἐκλεκτὸς, οἱ Ἀπόκλητοι ἐν Αἰτωλοῖς, μέλη τοῦ ἐκλεκτοῦ συνεδρίου, Πολύβ. 20. 1, 1, κτλ., πρβλ. Ἑρμάννου Πολιτ. Ἀρχ. § 184. 10.

Greek Monolingual

ἀπόκλητος, -ον (Α) αποκαλώ
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἀπόκλητοι
τα μέλη του αιρετού συνεδρίου των Αιτωλών.