ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Full diacritics: ὑόφθαλμος | Medium diacritics: ὑόφθαλμος | Low diacritics: υόφθαλμος | Capitals: ΥΟΦΘΑΛΜΟΣ |
Transliteration A: hyóphthalmos | Transliteration B: hyophthalmos | Transliteration C: yofthalmos | Beta Code: u(o/fqalmos |
ὁ, = ἀστὴρ Ἀττικός, Ps.-Dsc.4.119.
ὑόφθαλμος: ὁ, φυτὸν τὸ καὶ ἀστὴρ Ἀττικὸς καλούμενον, Λατινιστὶ δὲ inguinali, Apvl. herb. 61.
ὁ, Α
το φυτό που ο Διοσκορίδης ονόμαζε αστήρ ο αττικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + ὀφθαλμός.