σκώπτω
English (LSJ)
Ar.Pl.973, etc. (not in Hom., but
A παρα- h.Cer.203): fut. σκώψομαι Ar.Ach.854, whence Elmsl. restores σκώψει for -ῃς in Nu. 296: aor. 1 ἔσκωψα Hdt.2.121.δ, Pl.Men.80a, etc.:—Med., aor. ἐσκωψάμην Alciphr.3.57:—Pass., aor. ἐσκώφθην X.Cyr.5.2.18: pf. ἔσκωμμαι, imper. ἐσκώφθω (ἀπ-) Luc.Bacch.8:—mock, jeer, scoff at, τινας Ar.Nu.540,992, Ra.421, etc.; σ. τὴν μανίαν τινός Id.Nu.350, cf. Pax 745; τινὰ τῆς ἀμεριμνίας for his want of thought, Ach.Tat.1.7; τινὰ εἰς μαλακίαν D.18.245; τὰς Λακωνικὰς μαχαίρας εἰς τὴν μικρότητα Plu.Lyc.19; also σ. ἐς τὰ ῥάκια jest at them, Ar.Pax 740; εἴς τινα Aeschin.2.41 (v.l.); πρός τινα Pl.Thg.125e:—Pass., to be mocked, Nicol.Com.1.31. b in good sense, joke with, τινα Hdt.2.121.δ. 2 abs., jest, joke, Cratin.308, Ar.Eq.525, Nu.296, etc.; σκώψαντα εἰπεῖν X.Cyr.1.3.8; σ. καὶ κωμῳδεῖν Ar.Pl.557; σ. ἀγροίκως Id.V.1320; χλευάζειν καὶ σ. Arist.Rh.1379a29; ὥσπερ Ἀναξανδρίδης ἔσκωψεν according to the joke of An., Id.EN1152a22; to be in fun, opp. to be in earnest, E.Cyc.675, X.Smp.9.5: sts. in a good sense, εὖ σκώπτειν Arist.EN1128a25; ἐμμελῶς σ. Id.Rh.1381a36. (Cf. σκώψ fin.)