ὀργιαστικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for ὄργια, exciting, οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ . . ὀργιαστικόν Arist.Pol.1341a22 ; ὀ. καὶ παθητικά ib.1342b3.
ή, όν,
A of or for ὄργια, exciting, οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ . . ὀργιαστικόν Arist.Pol.1341a22 ; ὀ. καὶ παθητικά ib.1342b3.