κελευστικός
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ή, όν,
A hortatory: κελευστική (sc. τέχνη), Pl.Plt.260e;
A τοῦ ψόγου τὸ κ. Plu.2.72d (s.v.l.).