κάθημαι
English (LSJ)
Ion. κάτ-, 2sg. κάθησαι (Ion.
A κάτ- Hdt.3.134) X.Cyr.3.1.6, prob.in Call.Sos.vi4, κάθῃ Hyp.Fr.115, Act.Ap.23.3, dub.l.in Com.Adesp.1203, (προ-) Them.Or.13.171a codd.; 3sg. κάθηται Ar.Lys. 597, Pl.Ap.35c, D.9.70, SIG987.26 (Chios, iv B.C.); Ion. 3pl. κατέαται Hdt.2.86; imper. κάθησο Il.2.191, E.IA627; κάθου Ar.Fr.620, Anaxandr.13, Men.1017, Alex.224; κάθουσο Sch.Theoc.11.42; 3sg. καθήσθω A.Pr.916; 3pl. καθήσθωσαν IG9(2).1109.38 (Thess.); subj. καθῶμαι, κάθῃ Cratin.277, καθῆται Ar.Eq.754; opt.καθοίμην Id.Ra.919, prob.in Id.Lys.149; inf.καθῆσθαι; part.καθήμενος: impf.ἐκαθήμην Ar. Ec.152, D.48.31, etc., ἐκάθητο h.Bacch.14, Ar.Av.510, Th.5.6, ἐκάθησθε Ar.Ach.638, ἐκάθηντο, Ion. ἐκατέατο v.l. in Hdt.3.144, 8.73; also without syll. augm.καθῆστο Il.1.569, E.Ba.1102, Ph.1467, Pl.R.328c, Is.6.19, καθῆτο D.18.169,217; Ion. κατῆστο Hdt.1.46, καθῆσθε D. 25.21 (with vv. ll.), καθῆντο Ar.Ec.302, v.l. in Th.5.58; Ep. καθήατο Il.11.76; Ion. κατέατο Hdt.3.144, 8.73, 9.90 (v.l. καθ-): the later fut. καθήσομαι LXXLe.8.35, Ev.Luc.22.30 is corrupt in E.Fr.960:—to be seated, sit, αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Il.2.191; κάθησ' ἑδραία E.Andr.266: freq. in part., πέτρῃ ἔπι προβλῆτι καθήμενος Il.16.407; ἐπ' ἀκτῆς κλαῖε κ. Od.5.82; κ. οἶος ἐν Ἴδῃ Il.8.207; ἐν ἀγῶνι κ. 23.448; κλαῖον δ' ἐν λεχέεσσι κ. Od.10.497; θύρῃσι κ. 17.530; ἐπὶ ταῖσι θύραις Ar.Nu.466; αὐτόθεν ἐκ δίφροιο κ. even from his seat as he sat there, Od.21.420; καθήμεθ' ἄκρων ἐκ πάγων S.Ant.411; ἐκ μέσου κατῆστο sate aloof, remained neutral, Hdt.3.83, cf. 4.118,8.73; ἐν θρόνῳ κ. Id.2.149; θρόνῳ κ. E.El.315; κ. πρὸς τάφῳ Id.Hel.1084; πρὸς τὸ πῦρ Ar.V.773; ἐπὶ δίφρου Pl.R.328c; ἐπὶ τῶν ἵππων X.Cyr.4.5.54; ἐπὶ τοῦ ἅρματος Act.Ap.8.28; ἐς τοὐργαστήριον Alciphr.3.27: c. acc. cogn., ἕδραν κ. E.Heracl.55: c. acc. loci, sit on, ὀφρύην ib. 394. 2 esp. of courts, councils, assemblies, etc., sit: οἱ καθήμενοι the judges, the court, And.1.139, D.6.3, etc.; δικαστὰς οὐχ ὁρῶ καθημένους Ar.Nu.208; ὑμεῖς οἱ καθήμενοι you who sit as judges, Th. 5.85; οὐκ ἐπὶ τούτῳ κ. ὁ δικαστής Pl.Ap.35c; κ. ὑπὲρ τῶν νόμων D.58.25; of the βουλή, And.1.43; βουλῆς περὶ τούτων καθημένης D.21.116; of an assembly, X.An.5.10.5; οἱ κ. the spectators in a theatre, Hegesipp. 1.29. 3 sit still, sit quiet, ὕψι περ ἐν νεφέεσσι καθημένω Od. 16.264; σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καθήατο (for ἐκάθηντο) Il.11.76; ἐν πένθεϊ μεγάλῳ κατῆστο Hdt.1.46; μετὰ κόπον κ. rest after labour, S.Fr. 479.3: and, in bad sense, sit doing nothing, lie idle, Il.24.403, Hdt. 3.134; of an army, Id.9.56, Th.4.124; of a boat's crew, PCair.Zen. 107.6 (iii B.C.); οὐδὲν ποιοῦντες ἐνθάδε καθήμεθα, μέλλοντες ἀεί D.11.17, cf. 2.23, S.Fr.142.20, etc.; also, of an army, to have its quarters, be encamped, περὶ τὰς Ἀχαρνάς Th.2.20, cf. 101; ἐχθρῶν ὑπ' αὐτοῖς τείχεσιν καθημένων E.Ph.752. 4 reside in a place, LXXNe.11.6; λαὸς καθήμενος ἐν σκοτίᾳ Ev.Matt.4.16; settle, εἰς Σινώπην Muson.Fr. 9p.43H. 5 lead a sedentary, obscure life, ἐν σκότῳ καθήμενος Pi. O.1.83; ἔσω καθημένη A.Ch.919; αἱ βαναυσικαὶ [τέχναι] ἀναγκάζουσι καθῆσθαι X.Oec.4.2; to be engaged or employed, esp. in a sedentary business, ἐπ' αὐτῷ τούτῳ Hdt.2.86; κ. ἐπὶ τῇ τραπέζῃ, of bankers, D.49.42, cf. 45.33; ἐπ' ἐργαστηρίου Id.59.67; ἐπὶ τοῦ . . ἰατρείου Aeschin.1.40; καθῆσθαι ἐν πόλει, opp. ζῆν ἐν Χωρίῳ, Muson.Fr.11p.59H. 6 sit as a suppliant, ἐν Δελφοῖσι Hdt.5.63, cf. Orac.ib. 7.140. 7 of districts and countries, lie, Χωρία ὁμοίως καθήμενα Thphr.HP8.8.7. b to be low-lying, τὰ λεῖα καὶ καθήμενα Ael.VH 3.1, cf. NA16.12; πεδίον κ. Him.Or.14.17; πόπανον . . κ. δωδεκόμφαλον prob. flat in the middle, IG22.1367. 8 of a statue, to be placed, Pl.Smp.215b, Arist.Pol.1315b21. 9 of things, to be set or placed, λαγῴοις ἐπ' ἀμύλῳ καθημένοις Telecl.32, cf. Pherecr.108.17; τὸ πηδάλιον κ. πλάγιον Arist.Mech.851a4, cf. ib.13.
German (Pape)
[Seite 1284] (s. ἧμαι), ion. κάτημαι; inf, καθῆσθαι; conj. κάθωμαι, Eur. I. A. 1177, καθώμεθα Hel. 1084, wie Dem. 4, 44, aber καθῆται Ar. Equitt. 751; opt. καθοίμην, Ar. Lys. 149 (v. l. καθήμεθα), καθοῖτο Ran. 919; Xen. Cyr. 5, 1, 7; Plat. Theag. 130 e; κάθῃ, = κάθησαι, Hyperid. bei B. A. 100, 32, vgl. Lob. zu Phryn. 360; imperf. ἐκαθήμην, auch καθῆστο, Eur. Bacch. 1102 u. Plat., καθῆντο Ar. Eccl. 302, καθῆσθε Dem. 25, 22, v. l. ἐκάθησθε, s. Poll. 3, 89; – sitzen, dasitzen, sich niederlassen; αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Il. 2, 191; ἀκέουσα καθῆστο, schweigend saß sie da, 1, 569; ἕκηλοι σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καθείατο 11, 76; πέτρῃ ἔπι προβλῆτι 16, 407; ἐπ' ἀκτῆς Od. 5, 82; ἐν λεχέεσσι 10, 497; behaglich sitzen, thronen, 16, 264; übh. sich wo aufhalten, bes. ruhig verweilen, βουσὶν ἐπ' ἀλλοτρίῃσι, bei fremden Ochsen, 20, 221; ἐν σκότῳ καθήμενος Pind. Ol. 1, 83; οὔτοι κάθησθε δωμάτων ἐφέστιοι ἐμῶν Aesch. Suppl. 360; προσπεσόντα βωμῷ καθῆσθαι τῷ Ποσειδῶνος Soph. O. C. 1160; καθήμεθ' ἄκρων ἐκ πάγων Ant. 407, wo ἐκ aus dem Zusammenhange klar ist, von dort aus spähend; ἕδραν Eur. Heracl. 55; θρόνῳ El. 315 (ἐν θρόνῳ Plat. Prot. 315 c, ἐπὶ δίφρου Rep. I, 328 c); ἀσπίδων ἔπι Phoen. 1476; πρὸς τὸ πῦρ Ar. Vesp. 773; ἐπὶ τῇ τραπέζῃ Dem. 49, 42; κατήμενος ἐν τῇ τάξι Her. 9, 72) bes. ruhig dasitzen, sich ruhig, müßig verhalten, ἔχων δύναμιν τοσαύτην κάτησαι 3, 134; ἐν πένθεϊ μεγάλῳ 1, 45; ἐβούλετο προϊέναι καὶ μὴ καθῆσθαι Thuc. 4, 124, wie Dem. vrbdt μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους, 4, 9; οὐδὲν ποιοῦντες ἐνθάδε καθήμεθα, μέλλοντες ἀεί 11, 17; sich lagern, καθημένου αὐτοῦ περὶ τούτους τοὺς χώρους Thuc. 2, 101, wie 2, 20, von einer Belagerung. – Es ist auch das eigtl. Wort von den zu Gericht sitzenden Richtern, Ar. Nubb. 208; οὐ γὰρ ἐπὶ τούτῳ κάθηται ὁ δικαστής Plat. Apol. 35 c, öfter; Aesch. 1, 162; οἱ καθήμενοι = σύνεδροι Thuc. 5, 85; die Zuschauer, Hegesipp. Ath. VII, 290 b. – Aufgestellt sein, stehen, οἱ Σειληνοὶ οἱ ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθήμενοι Plat. Conv. 215 a; ἀ νδριάντα ἐν τῇ ἀγορᾷ καθήμενον Arist. Pol. 5, 12; – gelegen sein, Ηλις ἡ Διὸς γείτων κάθηται Eur. bei Strab. VIII, 563. – Von Gegenden, niedrig liegen, Ael. V. H. 3, 1, χωρία H. A. 16, 12, v. l. καθειμένα.