καθείατο
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
English (LSJ)
Ep. for ἐκάθηντο, 3pl. impf. of κάθημαι.
German (Pape)
[Seite 1282] ep. = ἐκάθηντο.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. impf. épq. de κάθημαι.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθείατο: эп. (= ἐκάθηντο и ἐκατέατο) 3 л. pl. impf. к κάθημαι.
Greek (Liddell-Scott)
καθείατο: Ἐπικ. ἀντὶ ἐκάθηντο, γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ κάθημαι.
English (Autenrieth)
see κάθημαι.
Greek Monotonic
καθείατο: Επικ. αντί ἐκάθηντο, γʹ πληθ. παρατ. του κάθημαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-είατο ep. indic. imperf. med. 3 plur. van κάθημαι.