θῦνος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
πόλεμος, ὁρμή, δρόμος, Hsch.: θυνός acc. to Hdn.Gr.2.938.
German (Pape)
[Seite 1226] ὁ, v. l. für θύννος. Nach Hesych. auch heftige Bewegung; vgl. Arcad. 193, 17 u. Hdn. π. μ. λ. 33, 15.