μεθίστημι
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
English (LSJ)
A causal, in pres. and impf., fut. and aor. 1, place in another way, change, τοι ταῦτα μεταστήσω I will change thee this present, i. e. give another instead, Od.4.612; μ. τὰ νόμιμα πάντα Hdt.1.65; ὄνομα, τύχην, E.Ba.296, Heracl.935; τὸ μέγα εἰς οὐδὲν χρόνος μ. Id.Fr.304 (lyr.); μ. νόμους X.HG5.4.64; ταύτην τὴν πολιτείαν Pl.R.562c; ἐκ τοῦ παρόντος κόσμου τὴν πόλιν μεταστήσας Th.8.48; ἐς ὀλιγαρχίαν μ. [τὴν πολιτείαν] X.HG2.3.24; ἐξ ὀλιγαρχίας ἐς τὸ δημοκρατεῖσθαι μ. τοὺς Βυζαντίους ib.4.8.27; τὰ ἐκεῖ πάντα πρὸς Λακεδαιμονίους ib.2.2.5; also ἐκ τῆς καθεστηκυίας ἄλλην μ. [πολιτείαν] introduce a new polity, Arist.Pol.1301b8; μ. βασιλείαν ἀντὶ τυραννίδος Pl.Ep.319d. 2 c. gen. partit., οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος he changes [nothing] of his colour, Ar.Eq.398 (lyr.). II of persons, set free, τινὰ νόσου S.Ph.463; κακῶν, πόνων, E.Hel.1442, IT991, cf. 775; ὕπνου Id.Or.133. 2 remove by killing, αὑτόν J.AJ18.6.2: so in Med., τὸν ἄνθρωπον ib.18.9.5. 3 remove from one place to another, Th.4.57; ὠστράκιζον καὶ μεθίστασαν ἐκ τῆς πόλεως Arist.Pol.1284a21; ἐς ἄλλην χθόνα μ. πόδα E.Ba.49:— aor. 1 Med. μεταστήσασθαι remove from oneself or from one's presence, Hdt.1.89, 8.101, And.1.12, Th.1.79; banish, Aeschin.3.129; μ. φρουρὰς ἐκ πόλεων Plb.18.44.4. B Pass., with aor. 1 μετεστάθην [ᾰ] E.El.1202 (lyr.), D.26.6, also aor. 2, pf., and plpf. Act.: I of persons, stand among or in the midst of, c. dat., ἑτάροισι μεθίστατο Il.5.514. 2 change one's position, τυράννοις ἐκποδὼν μεθίστασο make way for them, E. Ph.40; depart, παλαιὸν εἰς ἴχνος A.Supp.538 (lyr.); ἐκ τῆς τάξιος Hdt.9.58; ἐκ τυραννικοῦ κύκλου S.Aj.750; ἔξω τῆς οἰκουμένης Aeschin. 3.165; ἐκ φωτὸς εἰς σκότος μ. Pl.R.518a: c. gen., δεῦρ' Ἰωλκίας χθονός E.Med.551; θρόνων Id.Ph.75; μ. φυγῇ Id.Med.1295: abs., μετάσταθ', ἀπόβαθι S.OC162 (lyr.), cf. D.23.69; ὅταν μεταστῇ [ὄλβος] S.Fr.646.6. 3 c. gen. rei, change, cease from, κότου A.Eu. 900; ξηρῶν τρόπων Ar.V.1451 (lyr.), cf. Pl.365; λύπης, κακῶν, E.Alc. 1122, Hel.856; μ. βίου die, Id.Alc.21 (also μ. alone, J.AJ17.4.2, Plu. 2.1104c; ἑκὼν μ. commit suicide, Vett. Val.94.9); μ. φρενῶν change from one's former mind, change one's mind, E.Ba.944. 4 go over to another party, revolt, Th.1.35, etc.; ἀπό τινος Id.8.76; παρά or πρός τινα, Id.1.107,130. 5 to be banished, ὑπό τινων D.26.6. II of things, change, alter, either for the better, τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Hdt.1.118; ἐς τὸ λῷον . . μεθέστηκεν κέαρ E.Med.911; or for the worse, ἐξ ἧς [πολιτείας] ἡ ὀλιγαρχία μετέστη from which oligarchy arose by a change, Pl.R.553e, cf. X.HG2.3.24, Arist.Pol.1301a22, Plb.6.9.10; εἴ τι μὴ δαίμων . . μεθέστηκε στρατῷ hath changed for them, A.Pers.158 (troch.); νέος μεθέστηκ' ἐκ γέροντος E.Heracl.796. 2 Medic., of pains, change position, εἰς τὴν ἄνω χώραν Gal.16.652.
German (Pape)
[Seite 113] (s. ἵστημι), 1) trans., anders-, umstellen, ἐγώ τοι ταῦτα μεταστήσω, Od. 4, 612, wo Menelaos dem Telemach andere Geschenke zu geben verspricht, als er anfänglich gesagt hatte; καί σε δαίμονες νόσου μεταστήσειαν, Soph. Phil. 461, sie mögen dich in einen andern Zustand, als die Krankheit ist, versetzen, wie ἀπαλλάσσειν construirt, d. i. sie mögen dich von der Krankheit befreien; vgl. μετάστησον ἡμᾶς κακῶν Eur. Hel. 1458; μεταστήσουσ' ὕπνου τόνδ' ἡσυχάζοντα, Or. 133, d. i. sie werden ihn aus dem Schlafe aufwecken; πόδα εἰς ἄλλην χθόνα, d. i. auswandern, Bacch. 49; μεθιστάναι τοὺς τρόπους, geradezu verändern, I. A. 346, vgl. Alc. 172; Ar. Vesp. 748; ὄνομα μεταστήσαντες, Eur. Bacch. 296; μετέστησε τὰ νόμιμα, Her. 1, 65; auch = von einem Orte weg nach einem andern hinbringen, vertreiben, verjagen, μετάστησόν με θεᾶς σφαγίων, Eur. I. T. 775, vgl. εἰς ἄλλην χθόνα μεταστήσω πόδα, Bacch. 49. Auch in Prosa, μεταστῆσαί τινος, Thuc. 4, 57, ἐκ τοῦ παρόντος κόσμου τὴν πόλιν μεταστήσας, nachdem er die gegenwärtige Verwaltung umgeändert, 7, 48, wie Plat. τὴν πολιτείαν μεθίστησι, Rep. VIII, 562 c; τῶν νέων τὰ ἤθη, Legg. VII, 797 c; πολιτείαν, νόμους, Xen. Hell. 2, 3, 17. 5, 4, 46; Folgde; τὴν δυναστείαν εἰς ἑαυτόν, übertragen, Pol. 22, 21, 1. – 2) in den intrans. tempp. u. im med. sich umstellen, anderswohin gehen, ἑτάροισιν μεθίστατο, er trat zu den Freunden hin, Il. 5, 514; παλαιὸν δ' εἰς ἴχνος μετέσταν, Aesch. Suppl. 533; μετάσταθ' ἀπόβαθι vrbdt Soph. O. C. 160; ἐκ τυραννικοῦ κύκλου Κάλχας μεταστάς, Ai. 737, er trat aus dem Kreise; übtr., μεθίσταμαι κότου, ich trete vom Groll weg, lasse ab, Aesch. Eum. 860; μεθέστηκεν φυγῇ, Eur. Mad. 1295; u. dem act. entsprechend, μετέστημεν φόβου, μεταστήτω κακῶν, Rhes. 295 Mel. 862; auch βίου, Alc. 21; sich entfernen, τυράννοις ἐκποδὼν μεθίστασο, Phoen. 40; pass., μετασταθεῖσα τῶν φρενῶν, Bacch. 1269, wie μεθέστηκας φρενῶν, 942, du bist von Sinnen gekommen; βίον, sterben, Alc. 21; μετέστη ξηρῶν τρόπων, Ar. Vesp. 1451, wie μεθέστηχ' ὧν πρότερον εἶχε τρόπων, Plut. 365, hat sich vom frühern Sinn geändert; τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης, da sich das Glück gut gewendet hat, Her. 1, 118; μετεστήκει, er hatte sich davon gemacht, 8, 81, wie μετιστάμενοι ἐκ τάξιος, 9, 58; von Staatsveränderungen, ἡ ὀλιγαρχία μετέστη, Plat. Rep. VIII, 553 e; ἐκ φωτὸς εἰς σκότος μεθισταμένων, VII, 518 a; χωρία τὰ πρὸς Λακεδαιμονίους μεθεστηκότα, die zu den L, übergegangen sind, Xen. Hell. 1, 4, 9; ἀπό τινος, Thuc. 8, 76; μετάστητε ἔξω, entfernt euch, Dem. 25, 23; μετασταθεὶς Ἀριστείδης ἐν Αἰγίνῃ διέτριβε, verbannt, 26, 6; μεθίστασθαι, verändert werden, Pol. 6, 9, 10; – Ar. sagt auch κοὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος, Equ. 397, er verändert nicht die Farbe. – 3) aor. I. med. von sich wegstellen, μεταστησάμενος τοὺς ἄλλους, nachdem er die andern hatte abtreten lassen, Her. 1, 89. 8, 101, wie Thuc. 1, 79; Xen. Hell. 4, 1, 5 u. sonst; auch τὰς φρουρὰς ἐκ τῶν πόλεων, sie abmarschiren lassen, Pol. 18, 27, 4; auch = verbannen, Aesch. 3, 129; Plut. Aristid. 7.