λιθόβλητος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ον,
A stone-throwing, pelting, εὐστοχίη AP9.3. II set with stones, κεκρύφαλα ib.5.269 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 44] mit Steinen geworfen, mit Steinen besetzt; κεκρύφαλα, Paul. Sil. 17 V, 270), vgl. λιθοκόλλητος; καρύη, παισὶ λιθοβλήτου παίγνιον εὐστοχίης, Plat. ep. 20 (IX, 3), ein Spiel des glücklichen Steinwurfes.