φυλάσσω

From LSJ
Revision as of 19:41, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠλάσσω Medium diacritics: φυλάσσω Low diacritics: φυλάσσω Capitals: ΦΥΛΑΣΣΩ
Transliteration A: phylássō Transliteration B: phylassō Transliteration C: fylasso Beta Code: fula/ssw

English (LSJ)

Att. φυλάττω, Ep. inf.

   A φυλασσέμεναι Il.10.312,419; poet. impf. φύλασσε Pi.Pae.6.91: fut. φυλάξω Od.22.195, etc.: aor. ἐφύλαξα, Ep. φύλ- Il.16.686, etc.: pf. πεφύλᾰχα Ath.10.408f, (δια-) X.Cyr.8.6.3 (-πεφυλακ- codd.), Din.1.9 (-πεφυλακ- codd.), (παρα-) Pl.Lg.632a; πεφύλακα LXX 1 Ki.25.21, Arg.E.Med. (πεφυλακέναι and πεφυκέναι codd.):—Med., fut. -άξομαι A.Supp.205, S.El.1012, Ar. Ec.831, etc.; also in pass. sense, S.Ph.48, X.Oec.4.9: aor. ἐφυλαξάμην Hdt.7.130 (v.l.), Antipho3.4.7, etc.:—Pass., fut. -αχθήσομαι D.H.Rh.5.6, Gal.1.426: aor. ἐφυλάχθην Luc.Pisc.15: pf. πεφύλαγμαι E.Fr.472.19 (anap.), cf. infr. c. 1, Lib.Or.54.74 (in pass. sense); imper., only in med. sense in early writers, πεφύλαξο Hes. Op.797, Orac. ap. Hdt.7.148; part., Il.23.343, etc.    A abs., keep watch and ward, keep guard, esp. by night, ἀνίη καὶ τὸ φυλάσσειν πάννυχον ἐγρήσσοντα Od.20.52; οὐδ' ἐθέλουσι νύκτα φυλασσέμεναι Il.10.312, cf. 419,421; εἰ μέν κ' ἐν ποταμῷ δυσκηδέα νύκτα φυλάσσω Od.5.466, cf. 22.195; (Med., v. infr. c); σὺν κυσὶ . . φυλάσσοντας περὶ μῆλα Il.12.303; αὐτοῦ φ. A.Eu.243; τὴν μὲν ἡμέραν κατὰ διαδοχὴν φ. τὴν δὲ νύκτα καὶ ξύμπαντες Th.7.28; ἐφύλαττον περὶ τὰ βασίλεια X.Cyr.7.5.68; οἱ φυλάττοντες Isoc.10.34; φ. τοῖς Ἀθηναίοις keep watch for... Th.7.53; κατὰ θάλατταν ἐφύλαττεν ὅπως μηδὲν εἰσπλέοι X.HG2.4.29; φ. ἕως . . watch or wait till... Lys.1.15; φ. πηνίκα . . D.18.308: c. acc. cogn., φυλακὰς φ. X.An.2.6.10, Ev.Luc. 2.8.    2 to be on one's guard, And.1.135.    B trans., watch, guard, defend, ἀθανάτων ὅστις σε φυλάσσει Od.15.35, cf. Il.10.417, al.; σύας, μῆλα, Od.17.593, 12.136; τὴν ἑωυτῶν Hdt.8.46; πόλιν φ. A.Th.136 (lyr.), IG12.108.46; πύλας E. Andr.950; σε φυλάττοι Ζεύς Ar.Eq.499 (anap.); βρέτας ἧσαι φυλάσσων A.Eu.440; φ. τινὰ ἀπὸ τῶν δυσχωριῶν guard one from . . X.Cyr.1.4.7 (but τὴν γραῦν φ. ἀπὸ τῶν κεραμίων keep away from... Men.Sam. 87): c. acc. et inf., τοὐμὸν φυλάξει ὀ ὄνομα μὴ πάσχειν κακῶς S.OC 667; ὁ νόμος φ. μὴ ἅπτεσθαι Pl.Lg.838b; φ. μηδένα περαιοῦσθαι Th. 7.17; φ. τὸ μηδὲν ἐναντίον γενέσθαι D.18.313: folld. by a relat. clause, φ. ἑαυτὸν ὅπως μὴ ἀδικήσει Pl.Grg.480a; φύλαττέ με μὴ παρακρούσωμαί σε Id.Cra.393c; φ. τινά, εἰ . . Id.Smp.220d:—Pass., to be watched, kept under guard, Hdt.3.45, X.An.6.4.27.    2 watch for, lie in wait or ambush for, αὐτὸν ἰόντα λοχήσομαι ἠδὲ φυλάξω ἐν πορθμῷ Ἰθάκης Od.4.670; νόστον φ. Il.2.251; φ. τὸ σύμβολον look out for the signal-fire, A.Ag.8; τοὺς πολεμίους X.Lac. 12.2; φ. τοὺς παράνομα γράφοντας D.58.34; keep a watch on, [τινα] Lys.1.6; τοὺς παραβαίνοντας Arist.Pol.1289a19.    b esp. watch, wait for, observe an appointed time or a fixed event, τὴν κνρίην τῶν ἡμερέων Hdt.1.48; φ. τὴν ἡμέραν Antipho 6.37; φυλάξαντες νύκτα wait for night, Th.2.3; φυλάσσουσι γραφόμενοι τὸ ἀποβαῖνον Hdt.2.82; τοὺς ἐτησίας D.4.31: with a part. added, δείλην ὀψίην γινομένην φυλάξαντες Hdt.8.9: φ. Ξέρξην . . δεῖπνον προτιθέμενον Id.9.110; ἀριστοποιουμένους φ. τοὺς στρατιώτας    D 23.165: folld. by a relat. clause, φ. ὅ τι χρήσεται . . Hdt.5.12.    3 metaph., preserve, maintain, cherish, [χόλον] Il.16.30; αἰδῶ καὶ φιλότητα 24.111; ὅρκια 3.280; φ. ἔπος observe a command, 16.686; φ. ῥῆμα Pi.I.2.9; τελετάς Id.O.3.41; νόμον S.Tr.616; τοὺς νόμους Pl. Plt.292a, cf. Grg.461d, etc.; τὸ σὸν πιστόν S.OC626; τὰς συνθήκας Isoc.17.20; τὰ τοῦ γάμου δίκαια POxy.905.9 (ii A. D.); λόγον πρός τινα PFlor.56.21 (iii A. D., Pass.); φ. σιγήν E.IA542; οὐ γὰρ ἀπειλὰς ὑμετέρας ἐφύλαξα I regarded not your threats, Call.Del.204; φ. σκαιοσύναν cling to it, foster it, S.OC1213 (lyr.); ἄξια ἤθη E.Ion736; φ. τῇ μνήμῃ τὰ λεχθέντα Pl.Lg.783c; φ. τὸν θυμόν ib.867a; τὴν τιμωρίαν D.21.40; φ. καὶ ταμιεύειν πάντα τινί Lys.19.40; τὸ μέρος τοῖς θεοῖς X.An.5.3.4; τἀγαθά, opp. κτήσασθαι, D.1.23; μᾶλα ἐν κόλποισι Theoc.2.120, cf. 7.64; εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα Men. Mon.172; ἀθάνατον ἔχθραν μὴ φύλαττε ib.4: with a predic. added, φ. τινά δεδεμένον Antipho 5.47; ἀδέκαστον φ. τὴν διάνοιαν D.H.Th. 34; ἀκύμααντον τὸ πέλαγος Luc.DMar.5.1:—Pass., ὅσος παρ' ὑμῖν ὁ φθόνος φυλάττεται is fostered by... S.OT382.    4 keep in a place, continue in, τόδε δῶμα φυλάσσοις, ἀθάνατός τ' εἴης Od.5.208.    5 notice, observe, Ath.l.c.    6 maintain, hold fast to a view, τινὰ σπουδαῖον εἶναι Plot.1.4.9.    7 c. acc., beware of, avoid, ἅπαντα ταῦτα φυλάττειν κελεύει Gal.18(2).791.    8 φ. μὴ c. subj., take care lest . . E.IA145 (anap.), Pl.Tht.154d; φ. ἐμὲ καὶ τηρεῖν ὅπως μή . . D.18.276.    9 Med., φυλάξασθε τοῦ ἀγαπᾶν Κύριον be careful to... LXXJo.23.11.    C Med.,    I abs., to be on one's guard, keep watch, Ar.Ec. 769; used by Hom. only in part., νύκτα φυλασσομένοισι Il.10.188; πεφυλαγμένος εἶναι to be cautious, prudent, 23.343, cf. X.HG7.5.9; φυλαττομένους πορεύεσθαι with caution, Id.Cyr.5.2.30, cf. Cyn.10.10.    2 c. acc., keep a thing by one, bear it in mind or memory, Hes. Op.263,561; more fully, ἐν θυμῷ δ' εὖ πάντα φυλάσσεο ib.491; φρεσί h.Ap.544, cf. Pi.O.7.40; τὰ λελεγμένα S.El.1012.    3 guard, keep safe, καὶ κεφαλὴν πεφύλαξο Orac. ap. Hdt.7.148.    4 c. gen., φυλάσσεσθαι τῶν νεῶν μὴ ξυντρίψωσιν act cautiously with regard to the ships, Th.4.11; beware of, τῶν εὖ φύλαξαι S.OC161 (lyr.); Ἄρκτοι πεφυλαγμέναι ὠκεανοῖο Arat.48; πεφύλαξο παντοίων ἀνέμων Id.930.    II φυλάσσεσθαί τι or τινα to beware of, be on one's guard against, avoid a thing or person, Sapph.27, etc.: ταῦτα Hdt.1.108, 7.130, cf. Ar.Ra.4; τινας A.Pr.715,804; τοὺς Ἀτρείδας εἰσορῶν φυλάξομαι S.Ph.455; τέττιξ ποιμένας . . πεφυλαγμένος Theoc.16.95.    b ἐφυλαξάμην διαλέκτους I put in as a precaution 'except in dialects', Hdn.Gr.2.932.    2 φ. πρός τι Th.7.69; ἀπό τινος X.Cyr.2.3.9, HG7.2.10.    3 c. inf., φυλάξομαι δὲ τάσδε μεμνῆσθαι . . ἐφετμάς A.Supp.205, cf. Ocell.4.13; φ. μηδὲν ἐξαμαρτεῖν Hdt.1.108, cf. D.25.11; φ. μηδένα βαλεῖν Antipho3.4.7; but also without μή, ἵνα . . τις ὕστερον φυλάσσηται ἐπὶ γῆν τὴν σὴν στρατεύεσθαι Hdt.7.5; φ. τὸ λυπῆσαι D.18.258; φ. ὁρᾶσθαι Arist.HA611a28, cf. D.H.1.70; λέγειν Arist.Rh.Al.1441b20:—two constructions joined, δισσὰ γὰρ φυλάσσεται [ψυχή], φίλων τε μέμψιν κἀς θεοὺς ἁμαρτάνειν S.Fr.472.    4 φ. μή folld. by subj., take care lest... τούτου φυλάσσου μή ποτ' ἀχθεσθῇ κέαρ A.Pr.392, cf. Supp.498, E.IT67, Ar. Ach.257, X.An.2.2.16, etc.; so φ. ὅπως μή . . Id.Mem.1.2.37; ἃς ἐγὼ φυλάξομαι . . μὴ κατουρήσωσί μου Ar.Ec.831, cf. X.Mem.2.2.14.

German (Pape)

[Seite 1314] attisch -ττω, fut. φυλάξομαι, auch in pass. Bdtg, Soph. Phil. 48 Xen. Oec. 4, 9; – intrans., wachen, nicht schlafen, Wache halten; ἀνίη καὶ τὸ φυλάσσειν πάννυχον ἐγρήσσοντα Od. 20, 52; οὐδ' ἐθέλουσιν νύκτα φυλασσέμεναι Il. 10, 312; οἱ δ' ἐγρηγόρθασι, φυλασσέμεναί τε κέλονται ἀλλήλοις 419, vgl. Od. 5, 466. 22, 195; – auch im med., Il. 10, 188. – Trans., 1) bewachen, beschützen, bewahren, von Personen, Heerden u. andern Sachen; Hom. oft; ἐγὼ παρά θ' ἵσταμαι ἠδὲ φυλάσσω Il. 5, 809; ἀθανάτων ὅστις σε φυλάσσει τε ῥύεταί τε Od. 15, 35, wie Il. 10, 417; ἐγὼ σῦς τάσδε φυλάσσω τε ῥύομαί τε Od. 14, 107; μένω παρὰ παιδὶ καὶ ἔμπεδα πάντα φυλάσσω Od. 19, 525; οἶνος, ὃν σὺ φυλάσσεις 2, 350; das Haus hüten, es nicht verlassen, 5, 208; πόλιν Aesch. Spt. 126; φύλασσε τἀν οἴκῳ καλῶς Ch. 572; σῶζ' αὐτὰ καὶ φύλασσε Soph. Phil. 755, u. öfter, wie Eur.; φυλάττοι σε Ζεύς Ar. Equ. 497; φυλάττειν τινὰ ἀπό τινος, Einen vor Einem od. vor Etwas beschützen, Xen. Hell. 7, 2,10 Cyr. 1, 4,7; τινὶ τιμωρίαν, Einem die Rache aufsparen, Dem. 21, 40; so auch Sp.; – φυλάττεσθαι παρά τινι, bei Etwas verwahrt, verborgen liegen, Soph. O. R. 383; φυλάξαι ῥῆμα Pind. I. 2, 9. – 2) beobachten, belauern; ὄφρα μιν αὐτὸν ἰόντα λοχήσομαι ἠδὲ φυλάξω ἐν πορθμῷ Ἰθάκης Od. 4, 670; νόστον, auf die Heimkehr lauern, Il. 2, 251, wie τινά Xen. An. 4, 6,11; καὶ τηρεῖν τινα Dem. 18, 276; bes. die rechte Zeit abpassen, wahrnehmen, τὴν κυρίην ἡμέρην, Her. 8, 40. 2, 82. 8, 9; oft bei Dem., τοὺς έτησίας ἢ τὸν χειμῶνα 4, 31, ἀριστοποιουμένους φυλάξας τοὺς στρατιώτας 23, 165, er paßte die Zeit ab, wo die Soldaten frühstückten. – 3) übh. bewachen, beobachten, aufrecht erhalten, χόλον, den Zorn bewahren, ihn nicht aufgeben, Il. 16, 30; αἰδῶ καὶ φιλότητα, Ehrfurcht und Liebe bewahren, 24, 111; ὅρκια, Schwüre bewahren, in Ehren halten, 3, 280; ἔπ ος, d. i. dem Befehl Folge leisten, 16, 686; οὐκ ἐφύλαξα ἀπειλὰς ὑμετέρας, ich habe eure Drohungen nicht beachtet, Callim. Del. 204; φυλάσσοντες τελετάς Pind. Gl. 3, 43; νόμον Soph. Trach. 613; σιγὴν φυλάσσετε, beobachtet Stillschweigen, Eur. I. A. 542; τοῦτο μόνον φυλάττωμεν, das allein wollen wir festhalten, Plat. Theaet. 182 c, u. öfter νόμους u. ä. – Med. sich Etwas bewahren, im Geiste od. im Gedächtnisse, Hes. O. 263. 561. 694; φυλάσσεσθαί τι ἐν θυμῷ 491; vgl. Soph. τὰ μὲν λελεγμένα ἄῤῥητ' ἐγώ σοι κἀτελῆ φυλάξομαι El. 1000; – sich hüten, sich vorsehen, auf seiner Hut sein, πεφυλαγμένος εἶναι, vorsichtig sein, Il. 23, 343; τινὰ od. τί, vor Einem, vor Etwas sich hüten, Her. 1, 108. 7, 130; Aesch. Prom. 717 u. öfter; τό τ' Ἴλιον καὶ τοὺς Ἀτρείδας εἰσορῶν φυλάξομαι Soph. Phil. 48; Ar.; in Prosa überall; πρός τι Thuc. 7, 69; – τινός, wegen Etwas besorgt, auf seiner Hut sein, νεῶν Thuc. 4, 11; dah. ἄρκτοι πεφυλαγμέναι ὠκεανοῖο Arat. 48, die sich vor dem Meere hüten, nie untergehen; – c. inf., φυλάξομαι δὲ τάσδε μεμνῆσθαι σέθεν ἐφετμάς Aesch. Suppl. 202. – Auch φυλάττεσθαι μή, φύλαξαι, μὴ θράσος τέκῃ φόβον Aesch. Suppl. 493, vgl. Prom. 390; φυλάσσου, μή τις ἐν στίβῳ βροτῶν Eur. I. T. 67; u. in Prosa, τοῦτό γε φύλαξαι, μή ποτε δόξῃς Plat. Polit. 263; Xen. An. 2, 2,16; ὡς μή c. inf., 7, 6,22; ὥςτε μή c. inf., 3, 35. – Das act. in Bdtg des med. einzeln bei Plat., wie Theaet. 154 d; φυλάσσων, μή τί σε λάθῃ παραμειψαμένη Eur. I. A. 145; häufiger bei Sp., vgl. Lob. Phryn. 363 u. Jac. Ach. Tat. 923.