ἀμείβω
English (LSJ)
[ᾰ], Il., Trag.: Ep. impf.
A ἄμειβον Il.14.381: fut. -ψω A.Pr. 23: aor. ἤμειψα, Ep. ἄμειψα [ᾰ] h.Cer.275, A.R.3.280; Dor. ἄμ [ᾱ] Pi.P.5.38; Trag.:—Med., impf. ἠμειβόμην, Ep. ἀμ- Il.3.171, etc.: fut. ἀμείψομαι E.Supp.517: aor. ἠμειψάμην, Ep. and Ion. ἀμ- Il.4.403, Hdt.1.37, al.:—Pass., fut. ἀμειφθήσεται Hsch.: aor. ἠμείφθην AP7.589 (Agath.), 638 (Crin.), etc. (in med. sense, Pi.P.4.102, Theoc.7.27): pf. ἤμειπται Gal.1.210: Ep. plpf. ἄμειπτο Nonn.D.44.241.—Verb and compds. are almost exclus. poet. and Ion., but used once or twice in Pl. and X., and late Prose. A Act., change, exchange, (not Od.), ἔντε' ἄμειβεν Il.17.192, etc.: τί τινος, as γόνυ γουνὸς ἀμείβων changing one knee for other, i. e. walking slowly, ib.11.547, etc.:—so either, 1 give in exchange, ὃς πρὸς Τυδεΐδην Διομήδεα τεύχε' ἄμειβε χρύσεα χαλκείων ib. 6.235: c.acc., δάμαρτ' ἀμείψας E.Alc.46: or more freq., 2 take in exchange, τι ἀντί τινος Pi.P.4.17, E.Hel.1382; πόσιν ἀντὶ σᾶς ἀμεῖψαι ψυχᾶς redeem at that price, Id.Alc.462, etc.; μορφὴν ἀ. ἐκ θεοῦ βροτησίαν Id.Ba.4; ἀ. τὰν ἐμὰν [φυλακάν] Id.Rh.527; τιμὰν πρὸς ἀνθρώπων ἀμείψω Ibyc.24, cf. A.Ch.1019 (anap.) (prob.). 3 in Att. often of Place, change it, so pass, cross, πορθμόν, πόρον, Id.Pers. 69, E.IA 144, etc.:—hence, b either pass out of a house, leave it, ἀ. στέγας, δώματα, S.Ph.1262, E.El.750; or pass into, enter it, ἀ. θύρας Hdt.5.72, cf. A.Ch.571: generally, πόλιν ἐκ πόλεως ἀ. Pl.Sph. 224b, cf. Prm.138d; v. infr. B.11.2. 4 change, alter, χρῶτα βαφῇ A.Pers.317; χροιᾶς ἄνθος Id.Pr.23; ἐς κακοχυμίην ἤμειψε τὰ σπλάγχνα Aret.SD2.13: abs., πολλὰ ἀ. change colour, Jul.Caes. 309a; so Med., χροιῆς ἄνθος ἀμειβομένης Sol.27.6. 5 causal, make others change, τεύχε' ἄμειβον Il.14.381; pass on, hand on from one to another, τέκνα . . διαδοχαῖς ἀμείβουσαι χεροῖν E.Hec.1159. b shift, dislodge, κακὸν κακῷ Aret.SD2.1. 6 rarely like Med. B.1.3, repay, return, ἀ. χάριν A.Ag.729, cf. Ch.793. II intr. in part., ἀμείβοντες, οἱ, the interchangers, i.e. rafters that meet and cross each other, Il.23.712, cf. Theo Sm.p.122 H., Nonn.D.37.588; ἐν ἀμείβοντι, = ἀμοιβάδις, Pi.N.11.42:—so prob. ἀμείβει καινὸν ἐκ καινῶν τόδε succeeds, E.Or.1503. B Med., change one with another, do in turn or alternately, abs., ἀμειβόμενοι φυλακὰς ἔχον Il.9.471; ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ 1.604; ὀρχείσθην . . ἀμειβομένω Od.8.379; ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους at every house in turn, 1.375, 2.140; ἄρουραι ἀμειβόμεναι ploughed and fallow in turn, Pi.N.6.9; so ἀμειβόμεναι ὁπλαῖς alternating, crosswise, of the motion of the legs in horses or oxen, Id.P.4.226; ἄλλα ἄλλοθεν ἀμείβεται now comes one thing, now another in turn, E.Hipp.1108; ἀμείβεται μιάσματα Id.Med.1267: c. part., θρῴσκων ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται leaps in turn... Il.15.684:—ἀ. στενότητι vary in narrowness, X.Cyn.9.14. 2 of dialogue, ἀμείβεσθαι ἐπέεσσι answer one another, Od.3.148, etc.; in part., ἀμειβόμενος προσέειπε, προσηύδα, Il.3.437, 17.33; ἀ. πρός τινα Hdt.8.60codd.; πρός τι ib.58, E.Tr.903: c. acc. pers. et dat. rei, ἀ. τινα μύθῳ, μύθοις, Od. 12.278, 2.83; ἀ. τινα alone, answer one, reply to him, Il.1.172, etc.; τὸν λόγοις ἀμείφθη Pi.P.4.102, cf. Theoc.7.27; ἀμείβετο τοῖσδε in these words, Hdt.1.35, al.:—later c. acc. rei, τούτοις ἀμείβου . . εὐμαθές τι A.Eu.442; ἔπος πρὸς ἔπος 586; μὴ σφριγῶντ' ἀμείψῃ μῦθον E.Supp.478; ταῦτα ἀμείψατο Hdt.1.37: c. dupl. acc., ταῦτα τοὺς φίλους ἀμείψατο Id.2.173, cf.3.52, A.Supp.195; ἕν μ' ἄμειψαι μοῦνον S.OC991; τὸν δὲ . . μῆτιν . . ἀμείβετο gave him counsel in reply, Pi.P. 9.39:—also late Prose, Luc.Alex.19. 3 repay, requite, c. acc. pers. et dat. rei, δώροισιν ἀ. τινα Od.24.285; χρηστοῖσι Hdt.1.41, cf. 4.97; ὁμοίοις D.20.6; ἀμείβομαί σε τῷ φυγεῖν τὴν οἰκίαν Com.Adesp.371: c. acc. pers. only, τὸν ἄδικον ἀ. S.Fr.12; τοὺς μὲν ἐκόλαζε, τοὺς δὲ ἠμείβετο D.C.74.8: c. acc. et dat. rei, ἀ. εὐεργεσίας χάρισιν X.Mem.4.3.15: c. acc. rei only, χάριν φιλότητος S.El.134; βροτῶν ἀσυνεσίας E.Ph.1727; τὴν προϋπαρχήν Arist.EN1165a5: rarely c. dat. pers., πολλοῖσι γὰρ κέρδη πονηρὰ ζημίαν ἠμείψατο E.Cyc.312: rarely also c. gen. rei compensatae, ἀ. τινα τῆς δικαιοσύνης Luc.Somn. 15:—mostly, return good for good; but also, bad for good, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα Pi.P.7.17; bad for bad, ἀμείψεται φόνον φόνος E.El.1093; κακὸν κακῷ Aret.SD2.13. 4 purchase, λύχνον Lib. Or.45.10. II get in exchange, [οὔτοι] νιν (sc. Καρθαίαν) Βαβυλῶνος ἀμείψομαι Pi.Pae.4.16; θητικοῦ ἀντὶ τέλους ἱππάδ' ἀμειψάμενος Epigr. ap. Arist.Ath.7.4; λῴους φρένας τῶν νῦν παρουσῶν S.Tr. 737. 2 like Act., change a place, pass either out or in, ψυχὴ . . ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων Il.9.409; and reversely of things swallowed, φάρμακα . . ἀ. ἕρκ. ὀδ. Od.10.328; ἀμειβόμεναι μέγαν οὐδὸν... ἡ μὲν ἔσω . . ἡ δὲ θύραζε Hes. Th.749; πατρίδ' ἀμειψάμενος Sol.2; ποταμόν Simon.94; πρόθυρα A.Ch.965; πύλας E.Alc.752; γῆν οὐρανοῦ ἀ. change earth for heaven, Plu.2.607e; ὑπὲρ οὐδὸν ἀμειβόμενον Theoc. 2.104; ἄλλην ἐξἄλλης πόλεως ἀμειβόμενος Pl.Ap.37d; ἕτεραδ' ἕτερος ἀμείβεται πήματα passes through them, E.Or.979. 3 exchange, τὶ πρὸς νόμισμα Plu.Aem.23. III surpass, outdo, μελισσᾶν πόνον Pi.P.6.54. IV χεροῖν πίτυλον, ὃς αἰὲν δι' Ἀχέροντ' ἀ. θεωρίδα convoys, accompanies it, A.Th.856.
German (Pape)
[Seite 120] wechseln, Hom. oft, in folgenden Formen: ἀμείβων Iliad. 11, 547, ἀμείβοντες 23, 712, ἄμειβεν 17, 192, ἄμειβον plur. 14, 381; – ἀμεἰβεται 15, 684. ἀμείβεο imperat. Od. 17, 393, ἀμείβεσθον imper. Iliad. 23, 492, ἀμειβόμενος 3, 437 u. oft, -μένω Od. 3, 148, -μενοι Iliad. 9, 471, -μένη Od. 4, 234, -μεναι Iliad. 1, 604, ἠμείβετο 1, 292 u. oft, ἀμείβετο 3, 171 u. oft, ἀμειβόμεθα impft. Od. 11, 225, ἠμείψατο Iliad. 23, 542, ἀμείψατο 4, 403, ἀμείψεται conj. Iliad. 9, 409 Od. 10, 328, ἀμείψασθαι Od. 2, 83, ἀμειψάμενος 24, 285; – τεύχεα πρός τινα die Rüstung mit einem wechseln Il. 6, 235, vgl. 14. 381; ἔντε' ἄμειβεν, er wechselte die Waffen, 17, 192; ὀλίγον γόνυ γουνὸς ἀμείβων, Knie mit Knie wechselnd, langsam schreitend, 11, 547; οἱ ἀμείβοντες die sich gegen einander lehnenden Dachsparren 23, 712, wie Nonn. 11. 37, 588; Pind. ἵππους ἀντὶ δελφίνων, austauschend, P. 4, 17; von dem Wechsel eines Ortes, λόφον P. 5, 36, über den Hügel gehen; so bes. Tragg., π ορθμόν Aesch. Pers. 59. βαλὸν ἕρκειον πυλῶν Ch. 564; στέγας, ἑστίαν, das Haus verlassen, Soph. Phil. 1246 (Schol. καταλιπών) Trach. 655; κέλευθον, πόρον, Eur. Or. 1294 Iph. A. 144; Τμῶλον, nach d. Tmolus gehn, Bacch. 65; δώματα El. 750; κλίμακος βάθρα, hinaufsteigen, Phoen. 1186. Auch in Prosa, θύρας ἀμεῖψαι, in die Thür hineingehen, Her. 4, 72; χώραν Plat. Parm. 138 d; πόλιν ἐκ πόλεως, von Stadt zu Stadt gehen, Soph. 224 b; γῆν Luc. Gymn. 18; öfter so in Anthol.; auch = verwandeln, χρῶτα βαφῇ Aesch. Pers. 309; μορφὴν ἐκ θεοῦ βροτησίαν, seine Gestalt aus der eines Gottes in die menschliche verwandeln, Eur. Bacch. 4; καινὸν ἐκ καινῶν Or. 1503; τὸν πόσιν ἀντὶ τῆς ψυχῆς Alc. 463, d. i. mit dem Leben loskaufen; πέπλους αντὶ στολῆς Hel. 1398; auch der bloße gen., πέπλους μέλανας λευκῶν 1293; Ibyc. 51 τιμὰν πρὸς ἀνθρώπων ἀμείψω, Ehre eintauschen; χάριν τροφᾶς ἀμεῖψαι, Dank abstatten für die Erziehung, Aesch. Ag. 711; auch παλίμποινα ἀμ., vergelten, Ch. 782; ἐν ἀμείβοντι = ἀμοιβαδίς, Pind. N. l 1, 42. – Häufiger im med.; für den aor. med. tritt auch der aor. pass. ein, Pind. P. 4, 102; aber ἀμειφθεῖσαι κέλευθ οι Parm. 9 (IX, 304) sind verwechselte Wege; vgl. ἀπαμείβομαι; für sich eintauschen, vertauschen, abwechseln, Soph. Trach. 737 λῴους φρένας τῶν νῦν παρουσῶν τῶνδ' ἀμείψασθαί ποθεν, die jetzige Gesinnung mit einer besseren vertauschen; Hom. Iliad. 9, 471 οἱ μὲν ἀμειβόμενοι φυλακὰς ἔχον; Od. 1, 875. 2, 140 ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους; – von einem Tänzerpaare Od. 8, 379 ὠρχείσθην ταρφέ' ἀμειβομένω; Iliad. 1, 604 φόρμιγγος, ἣν ἔχ' Ἀπόλλων, μουσάων θ', αἳ ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ, vgl. Od. 24, 80; – bes. 1) antworten, τὸν δ'Ἑλένη μύθοισιν ἀμείβετο Il. 3, 171, u. häufig ἀμειβόμενος προσέειπε, προσηύδα, τὸν δ' ἠμείβετο; χαλεποῖσιν ἀμειβομένω ἐπέεσσιν Od. 3, 148; so Tragg., ἔπος πρὸς ἔπος Aesch. Eum. 556, ξένους ἔπη Suppl. 192, πρὸς ταῦτα 246; Soph. Phil. 378; ἕν μ' ἄμειψαι O. C. 995; μῦθον ἀμείβεσθαι Eur. Suppl. 478, πρῶτα σὲ πρὸς τὰ πρῶτ' ἀμείψομαι 517, ἄνδρα λόγοις Rhes. 639, πρὸς ταῦτα λόγῳ Troad. 903; Her. theils ebenso 1, 35, ταῦτα τοὺς φίλους ἠμείψατο 2, 173, theils τινὰ τοῖσδε, mit solchen Worten, 1, 120. 2, 173 u. sonst; auch Plut. u. Luc. – 2) den Ort vertauschen: ψυχή, ἐπεὶ ἄρ κεν ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων, sobald die Seele den Zaun der Zähne überschritten hat, Iliad. 9, 409; Od. 10, 328 οὐδὲ γὰρ οὐδέ τις ἄλλος ἀνὴρ τάδε φάρμακ' ἀνέτλη, ὅς κε πίῃ καὶ πρῶτον ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων, entweder conj. conditional. statt des optat. iterativ., oder ἀνέτλη in Präsensbdtg, wie der aor. oft, = pflegt zu ertragen; – Tragg. τόπον, πέδον, πρόθυρα, hineingehen, Aesch. Suppl. 229 Spt. 286 Ch. 859; ὅταν δι' ἐχθρᾶς ποὺς ἀμείβηται χθονός Phoen. 278; πύλας Alc. 755; Pind. χθόνα P. 4, 226; ἄλλην ἐξ ἄλλης πόλιν πόλεως, von einer Stadt zur andern gehen, Plat. Apol. 37 d; ὑπὲρ θύρας οὐδὸν ἀμ., über die Schwelle ins Haus gehen, Theocr. 2, 104; οὐρανοῦ γῆν ἀμειψαμένη Plut. de exil. a. E. – 3) δώροις ἀμ., Gabe mit Gabe erwiedern, Od. 24, 285; dah. übh. vergelten, χάριν Soph. El. 132; Dank erwidern, εὐεργέταν Pind. I. 1, 53; ζημίαν κέρδη πον ηρὰ ἠμείψαντο, sie gaben ihm schlechten Lohn, Eur. Cycl. 311; εἰ δ' ἀμείψεται φόνον δικάζων φόνος El. 1093; χάριν φιλότητος Soph. El. 134; εὐεργεσίας ἀξίαις χάρισιν Xen. Mem. 4, 3, 15; τινὰ χρηστοῖ. σιν ἔργοις Her. I, 97 vgl. 2, 41; τοῖς ὁμοίοις ἀμειβόμενοι Dem. 20, 6; σὲ δὲ θεοὶ ἀμείψαιντο, die Götter mögen Dir vergelten, Hel.; ἀμείψομαί σε τῆσδε τῆς δικαιοσύνης Luc. Somn. 15; τινὰ δικαίᾳ ἀμοιβῇ Asin. 27.