μετέχω
English (LSJ)
Aeol. πεδέχω Alc.59, Sapph.68.2; inf. πεδέχην Ead. Supp.5.22: fut.
A μεθέξω Th.8.86, later μεθέξομαι (3sg. misspelt μεθέξετε) IG3.1427: pf. μετέσχηκα Hdt.3.80:—partake of, share in:— Constr.: 1 mostly c. gen. rei only, κακοτάτων, βρόδων, Alc.l.c., Sapph.68.2; ἀγαθῶν, κακῶν, βίου, Thgn.82, 354, cf.A.Pr.333; τῆς τοῦ Μάγου ὕβριος Hdt.l.c.; μ. τοῦ λόγου to be in the secret, Id.1.127; τοῦ ἔργου And.1.62: c. gen. pers., μ. τῶν πεντακισχιλίων to be members of the 5,000, Th.l.c.; μ. τῆς πόλεως, τῆς πολιτείας, Lys.6.48, 30.15; ἐκκλησίας Arist.Pol. 1282a29; also ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μ. 1 Ep.Cor.10.17: with dat. pers. added, μ. τινός τινι partake of something in common with another, οὔ οἱ μ. θράσεος Pi.P.2.83; πόνων μ. Ἡρακλέει E. Heracl.8; τῶν αὐτῶν ἔργων Ἐρατοσθένει μ. Lys.12.58; μ. ἱερῶν καὶ θυσιῶν τισι X.HG2.4.20; μ. τῶν ἴσων τισί Id.Cyr.2.1.15, cf. Pl.Lg.805d; κινδύνων Plb.3.16.3; also ξὺν σοὶ μετεῖχον τῶν ἴσων S.El.1168. 2 freq. the part or share is added, τοῦ πεδίου οὐκ ἐλαχίστην μοῖραν μ. Hdt.1.204; μ. τάφου μέρος A.Ag.507, cf.Ar.Pl.226, Lys.31.5; πλεῖστόν σου μέρος μεθέξομεν X.Cyr.7.5.54. 3 c. acc. rei, μ. τὸ ἴσον (sc. μέρος) τῶν ἀγαθῶν τινι ib.7.2.28, cf. E.Fr.787; μ. τὰς ἴσας πληγὰς ἐμοί Ar.Pl.1144; μ. τινὶ τὴν μερίδα PPetr.3p.67 (iii B.C.). 4 rarely c. acc. only, ἀκερδῆ χάριν μ. S.OC1484 (lyr.). 5 c. dat. rei only in a corrupt passage, τῇ . . κατὰ τὴν χώραν . . οἰκήσει μετεῖχον Th.2.16. 6 μ. περὶ ἔργων καὶ τεχνῶν have some knowledge respecting... Arist.Pol. 1282a11. 7 abs., to be a partner, PRev.Laws14.11 (iii B.C.); οἱ μετέχοντες the partners, accomplices, Hdt.8.132. II in Platonic Philos., participate in a universal, Arist.Metaph.990b31, 1037b19; τὰ μετέχοντα, opp. αἱ ἰδέαι, ib.991a3:—Pass., μετέχονται (sc. αἱ ἰδέαι) are participated in, ib.990b30, cf. S.E.M.4.16, Procl.in Prm.p.650 S., etc. III in Aristotelian Logic, share in, viz. admit the definition of, τὰ μὲν εἴδη μετέχει τῶν γενῶν, τὰ δὲ γένη τῶν εἰδῶν οὔ Arist.Top. 121a12, cf. 123a8, 143b14.
German (Pape)
[Seite 159] (s. ἔχω), Theil, Antheil haben an Etwas, theilhaftig sein, τινί τινος, mit Einem an Etwas, οὔ οἱ μετέχω θράσεος, Pind. P. 2, 83; ἄλγους μετέχουσαι, Aesch. Pers. 532; vollständig μεθέξειν φιλτάτου τάφου μέρος, Ag. 493, vgl. Ch. 290; Ar. ὅπως ἂν ἴσον ἕκαστος ἡμῖν μετάσχῃ τοῦδε τοῦ πλούτου μέρος, Plut. 226; καὶ σὺ τοῦδε τοῦ τάφου φήσεις μετασχεῖν, Soph. Ant. 531; auch ξὺν σοὶ μετεῖχον τῶν ἴσων, El. 1159; c. accus., μηδὲ ἀκερδῆ χάριν μετάσχοιμί πως, O. C. 1480, wie Ar. οὐ γὰρ μετεῖχες τὰς ἴσας πληγὰς ἐμοί, Plut. 1144; οὐδὲν μετέχειν, Eur. Andr. 500; öfter in der gew. Construction, κἀγὼ μετέσχον Πριαμίδαις δυσπραξίας, Mel. 1237; vollständig sagt auch Her. μοῖραν od. μέρος τινὸς μετέχειν, 1, 204. 4, 145, vgl. 7, 16, 3 (Men. fr. inc. 199); mit dem bloßen gen., 3, 80; absolut, 1, 143, μετέχει τῆς ἑορτῆς, Xen. An. 5, 3, 9; τέχνης, sie inne haben, Plat. Gorg. 448 c; θνητὸν ἀθανασίας μετέχει, Couv. 208 b; μετέχει τῶν λόγων, er beschäftigt sich auch mit der Beredtsamkeit; ὥςτε ἀρετῆς καὶ φρονήσεως ἐν τῷ βίῳ μετασχεῖν, Phaed. 114 c; εἴ τις μέλλει καὶ σμικρὸν ἀρετῆς μεθέξειν, Legg. VII, 816 e; adj. verb. μεθεκτέον, Rep. IV, 424 e, wie ἐκείνων τῶν νόμων μεθεκτέον ἐστίν, Antiphan. bei Ath. IV, 143 a; – ἀρχῶν, an den Aemtern Theil haben, sie erlangen können, Xen. Cyr. 1, 2, 15; auch πλεῖστόν τι μέρος, 7, 5, 54; Sp., wie Pol., der auch τινὶ τῶν κινδύνων vrbdt, 3, 16, 3; ποίας μετέχει γνώμης, 7, 5, 5. – Sehr auffallend u. wahrscheinlich verderbt ist Thuc. 2, 16 τῇ οἰκήσει μετεῖχον.