συγκυρία
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
ἡ, = foreg., τὰ ἀπὸ συγκυρίης λυπήματα γνώμης
A chance annoyances, Hp.Hum.9; διὰ συγκυρίην Id.VM10; κατὰ συγκυρίαν Ev.Luc.10.31, Eust.376.12.
German (Pape)
[Seite 970] ἡ, seltene Form für συγκύρησις, N. T.