πώποτε
English (LSJ)
(πω, ποτέ)
A ever yet, in early Ep. always with neg. and best written divisim, οὐ γάρ πώ ποτέ μ' ὧδέ γ' ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψεν Il.3.442, cf. Hes.Op.650, etc. (referring to fut., οὐκ ἄν πώ ποτ' ἐγώ . . ἐλθοίμην Batr.178); usu. preceded by neg. in post-Hom. writers, but πώ ποτ' οὐδαμοῖ Ar.V.1188: c. fut. in later Gr., κακία οὐχ εὑρεθήσεται ἐν σοὶ π. LXX 1 Ki.25.28; οὐ μὴ διψήσει π. Ev.Jo.6.35, cf. PMag.Par.1.291; also οὐ μὴ γένωνται καθαραὶ π. UPZ78.27 (ii B.C.); μηδ' ὄψον . . μετὰ τούτου π. δαίσῃ Cratin.Jun.8: with pres., PMag.Leid.V.11.30; cf. οὐ π., μὴ π., οὐδεπώποτε, μηδεπώποτε. II sts., later, without a neg., 1 with questions which imply a neg. (cf. πω 11), ποῦ γὰρ π. ἄνευ νεφελῶν ὕοντ' ἤδη τεθέασαι; Ar.Nu. 370; ἤδή π. του ἤκουσας; Pl.R.493d, cf. X.Mem.2.2.7, etc.: c. fut., τίς γὰρ ἁλώσεται π.; D.45.45 (s.v.l.). 2 with a conditional clause, εἴ που ξένον τις ἠδίκησε πώποτε Ar.Ra.147, cf. V.556, Ach.405, Pl. Tht.196a, etc. 3 after Relatives, οὕς φαμεν πώποτέ τι . . πρᾶξαι Id.R.352c; ἄλλον ὅστις πώποτέ τι γέγραφεν ἢ γράψει Id.Phdr.258d; ὅσοι ἐμοῦ π. ἀκηκόατε Id.Ap.19d, cf.D.2.5, 4.50, al. 4 with the Art. and Part., οἱ π. γενόμενοι who ever yet existed, Isoc.10.38, cf. 16.33, Pl.Phd.116c, etc.: the Part. may be omitted, οἱ π. προδόται Lycurg.134; μεγίστους τῶν π. X.HG3.5.14, cf. PLips.119v.ii 4 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 827] gew. mit einer Negation οὐ πώποτε, οὐδὲ πώπ οτε, noch niemals (s. oben), ohne Negation = irgend einmal, zuweilen, bei den Attikern; εἴ τις ἀνθρώπων ἤδη πώποτε ἐσκέψατο, Plat. Theaet. 196 a. Besonders in solchen Fragen, welche nur ein anderer Ausdruck für eine Negation sind, wie ἤδη πώποτέ του ἤκουσας, Rep. I, 352 c; u. nach vorangehendem εἰ, wie εἴ που ξένον τις ἠδίκησε πώποτε, Ar. Ran. 147 Ach. 405; vgl. noch Xen. Hell. 3, 5, 14 Mem. 4, 2, 24; Dem. ὥςτε μηδ' εἶ πώποτ' ᾠκήθησαν προσελθόντ' εἶναι ῥᾴδιον εἰπεῖν, 9, 26; auch noch bei Sp., wie Plut. u. Luc.