κατεσθίω

From LSJ
Revision as of 19:14, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεσθίω Medium diacritics: κατεσθίω Low diacritics: κατεσθίω Capitals: ΚΑΤΕΣΘΙΩ
Transliteration A: katesthíō Transliteration B: katesthiō Transliteration C: katesthio Beta Code: katesqi/w

English (LSJ)

poet. and later κατερῡκ-έσθω APl.4.240 (Phil.), Ev.Marc.12.40, Dialex.2.14 (Pass., 1.5, PMag.Lond.46.279 (iv A.D.)): fut.

   A κατέδομαι Il.22.89, Od.21.363, Ar.Av.588: aor. κατέφαγον (v. καταφαγεῖν): pf. κατεδήδοκα Id.V.838, Pax386, etc.; part. κατὰ . . ἐδηδώς Il.17.542:—Pass., pf. κατεδήδεσμαι Pl.Phd.11oe, Antiph.161.3: aor. κατηδέσθην Pl.Com.35:—eat up, devour, in Hom. freq. of animals of prey, λέων κατὰ ταῦρον ἐδηδώς Il.17.542; of a serpent, [νεοσσοὺς] κατήσθιε 2.314, cf. Od.12.256; of a dolphin, κατεσθίει ὅν κε λάβῃσιν Il.21.24; also of men, οἳ κατὰ βοῦς . . ἤσθιον Od.1.8; τοὺς γονέας Hdt.3.38, cf. 8.115, E.Cyc.341; [τυρὸν] αὐτοῖς τοῖς ταλάροις κ. Ar.Ra.560; κατεδηδόκασι τὰ λάχαν' Alex.15.12: c. gen. partit., κ. πολλῶν πουλύπων Amips.6.    2 eat up, devour one's substance, τὰ κοινά, τὰ πατρῷα, Ar.Eq.258, Antiph.239; τὰ ὄντα D.38.27; πατρῴαν οὐσίαν Anaxipp.1.32.    3 corrode, [ῥεύματα] κ. γνάθους Hp.VM19; λίθοι κατεδηδεσμένοι ὑπὸ σηπεδόνος Pl.l.c., cf. Dialex.1.5 (Pass.); of the wind, κ. τὰ ἄνθη Thphr.CP2.7.5:—Pass., to be gnawed, ib.5.17.7.    4 bite, τοῦ παλαιστοῦ τὸ οὖς Philostr.Im.1.6.    5 κ. ἑαυτόν, metaph., of remorse, Lib.Or.29.32, Ep.256.

German (Pape)

[Seite 1397] (s. ἐσθίω u. κατέδω), verzehren, auffressen; vom Drachen, ἔνθ' ὅγε τοὺς κατήσθιε τετριγῶτας Il. 2, 314, nachh. κατέφαγε; von Hunden, σὲ κατέδονται 22, 89; vom Delphin, 21, 24; Eur. Cycl. 341; Ar. Plut. 1130; χοιρίδιον κατεδηδοκώς Par 338, öfter; in Prosa, ὠμὸν κατεσθίειν, wie wir sagen »Einen mit Haut u. Haaren auffressen«, Xen. An. 4, 8, 14 u. Folgde; übertr. verzehren, aufzehren, μή τοι κατὰ πάντα φάγωσι κτήματα Od. 15, 12; εἴ τις πατρῴαν παραλαβὼν γῆν καταφάγοι Menand. bei Ath. IV, 166 c; τὰ κοινὰ πρὶν λαχεῖν κατεσθίεις Ar. Equ. 258; τὰ πατρῷα κατεδηδοκέναι Aesch. 1, 94; τὴν πατρῴαν οὐσίαν οὐ μόνον κατέφαγεν, ἀλλ' εἰ οἷόν τ' ἐστὶν εἰπεῖν καὶ κατέπιεν ib. 96; Dem. u. Sp., bes. durch Schlemmerei durchbringen; – λίθοι οὐ κατεδηδεσμένοι οὐδὲ διεφθαρμένοι ὑπὸ σηπεδόνος καὶ ἅλμης Plat. Phaed. 110 f; – κατεδήδοται steht D. Hal. 1, 55.