τηκτικός
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ή, όν, (τήκω)
A able to dissolve, τινος Arist.PA 648b17 (Comp.), cf. Pr.907b8; τ. δύναμις S.E.M.8.198. 2 suit able for reducing, σπληνός Dsc.4.183.
German (Pape)
[Seite 1105] schmelzend, auflösend, τηκτικώτερον τοῦ τηκτοῦ, Arist. part. an. 2, 2.