ἐκπλήσσω
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
English (LSJ)
Att. ἐκπλήττω,
A strike out of, drive away from, expel, ἐκ δ' ἔπληξέ μου τὴν αἰδῶ A.Pr.134 ; ὃς (sc. κεραυνὸς) αὐτὸν ἐξέπληξε τῶν.. κομπασμάτων ib.362, cf. E.Ion635: abs.,drive away, ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει Th.2.38 ; φόβος μνήμην ἐ. ib.87. II drive out of one's senses by a sudden shock, amaze, astound, Od.18.231 (tm.) ; κάλλει καὶ ὥρᾳ διενεγκόντες ἐ. τινάς Aeschin.1.134 ; ὁ φόβος ἐκπλήσσων.. Antipho 2.1.7 ; κακοὶ εὐτυχοῦντες ἐκπλήσσουσί με Trag.Adesp. 465 ; ὅ μ' ἐκπλήσσει λόγου frightens me in speaking, E.Or.549 :— in this sense most freq. in aor. 2 Pass., Ep. ἐξεπλήγην (v. infr.), Att. ἐξεπλάγην [ᾰ] (also aor. I ἐξεπλήχθην Id.Tr.183 : pf. part. ἐκπεπληγμένος A.Pers.290, S.Tr.386, etc.); to be panic-struck, amazed, esp. by fear, ἐκ γὰρ πλήγη φρένας Il.16.403, cf. 13.394 ; ἡνίοχοι ἔκπληγεν 18.225 : c. part., ἐκπεπληγμένον κεῖνον βλέποντες S.OT 922, cf. Ant.433, etc.; ἐκπλαγῆναί τινι to be astonished at a thing, Hdt.1.116, etc. ; ὑπό τινος Id.3.64 ; διά τι Th.7.21 ; ἐπί τινι X.Cyr. 1.4.27 ; πρός τι Plu.Thes.19, etc.: also c.acc., ἐκπλαγῆναί τινα to be struck with panic fear of.., S.Ph.226,El.1045 ; ἡμᾶς δ' ἂν..μάλιστα ἐκπεπληγμένοι εἶεν Th.6.11, cf.3.82. 2 generally, of any sudden, overpowering passion, to be struck with desire, Ar.Pl.673 ; with love, E.Hipp.38, Med.8 ; χαρᾷ, ἡδονῇ, A.Ch.233, S.Tr.629 ; with admiration, Hdt.3.148, etc.: c.acc.rei, ἐκπλαγέντα τὰ προκείμενα ἀγαθά Id.9.82. 3 εἰς ὁμολογίαν ἐκπλήττειν frighten one into.., f.l. in Plb. 23.4.11.
German (Pape)
[Seite 774] 1) herausschlagen, -treiben, verscheuchen; ἐκ δ' ἔπληξέ μου τὴν αἰδῶ Aesch. Prom. 134; ὃς αὐτὸν ἐξέπληξε τῶν κομπασμάτων 360; τινὰ ὁδοῦ Eur. Ion 635; ἡ τέρψις τὸ λυπηρόν, Thuc. 2, 38; φόβος μνήμην 2, 87. – 2) erschrecken, Einen durch Staunen, Verwunderung außer sich setzen, betäuben, beunruhigen; Ar. Plut. 673; ἐὰν ἐκπλήξωσί τινας κάλλει Aeschin. 1, 134; ὁ λόγος τοὺς Ἀθηναίους Plat. Legg. III, 698 d; βουλόμενοι τοὺς Ἀχαιοὺς εἰς τὴν ὁμολογίαν ἐκπλῆξαι, durch Furcht zur Abschließung des Vertrags bewegen, Pol. 24, 4, 11. Am häufigsten pass. aor. II. ἐξεπλάγην (ἐκπληχθεῖσα ψυχὴν φρίκᾳ Eur. Tr. 183), in Schrecken gesetzt werden, vor Furcht, Staunen u. dgl. außer sich gerathen; ἐκ δέ οἱ ἡνίοχος πλήγη φρένας, ἃς πάρος εἶχεν, er verlor die Besinnung, Il. 13, 394; ἡνίοχοι δ' ἔκπληγεν, = ἐξεπλάγησαν, 18, 225; χαρᾷ δὲ μὴ' κπλαγῇς φρένας, laß dich nicht bethören, Aesch. Ch. 231; κακοῖς ἐκπεπληγμένη Pers. 281; φόβῳ Soph. Trach. 24; ἡδονῇ 626; ὥςτε ἐκπεπλῆχθαι πάντας Bato Ath. III, 104 (v. 19); ἀπεθώμαζε καὶ ἐξεπλήσσετο Her. 3, 148; ὑπὸ τῆς συμφορᾶς ἐκπεπληγμένος 3, 64; ταῖς ξυμφοραῖς Thuc. 7, 63; κέντροις ἔρωτος Eur. Hipp. 38; θαυμαστὰ – φιλίᾳ Plat. Conv. 192 c; ὑπὸ τῶν ἡδονῶν ἀγόμενος καὶ ἐκπλ. Prot. 355 a; neben κατέχεσθαι Conv. 215 d; neben τεθορυβῆσθαι Charm. 154 c; ἐκπλαγείς oft allein, erschreckt, verdutzt, Xen. An. 1, 8, 20; ἐπί τινι, Cyr. 1, 4, 27, wie Matth. 7, 28; διά τι, Thuc. 7, 21; auch τί, sich vor Etwas entsetzen od. es anstaunen, Soph. Ai. 33; Thuc. 3, 82. 6, 33.