παρακαλέω
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
Att. fut. -καλῶ, later
A -καλέσω LXX Jb.7.13, al.:—call to one, X.An.3.1.32. II call in, send for, summon, Hdt.1.77, Ar.V.215, etc.; σύμμαχον π. τινά Hdt.7.158, cf. Th.1.119, Pl.Phd. 89c, etc.; π. ἑταίρους And.4.14; π. τινὰ ἐς τὸν πόλεμον Hdt.7.205, cf. D.18.24; π. τινὰ σύμβουλον X.An.1.6.5; τινὰς εἰς συμβουλήν Pl.La. 186a; συνήγορον Aeschin.2.184; invoke the gods, τοὺς θεούς D.18.8; περὶ τούτου τὸν θεόν (as medical adviser) IG42(1).126.31 (Epid., ii A. D.); τὸν Ἐνυάλιον X.HG2.4.17; Διόνυσον εἰς τὴν τελετήν Pl.Lg. 666b; [τοὺς θεοὺς] π. βοηθούς Arr.Epict.3.21.12:—Pass., παρακαλούμενος καὶ ἄκλητος, 'vocatus atque non vocatus', Th.1.118; -κληθέντες ἐς ξυμμαχίαν Id.5.31; παρακαλουμένη ἀμύνειν being called upon to ward off, Pl.Lg.692e; -κληθεὶς γυμνασιαρχῆσαι OGI339.53 (Sestos, ii B. C.). 2 summon one's friends to attend one in a trial, π. τοὺς φίλους Is.1.7, etc.; π. τινάς call them as witnesses, Lys.14.28; π. πάντας ἀνθρώπους D.34.29:—Med., dub. in Lycurg.28:—Pass., παρακεκλημένοι summoned to attend at a trial, Aeschin.1.173. b summon a defendant into court, in Pass., PTeb.297.5 (ii A. D.), Mitteis Chr.71.5 (v A. D.). 3 invite, ἐπὶ δαῖτα E.Ba.1247; εἰς (v.l. ἐπὶ) θήραν X.Cyr.4.6.3; ἐπὶ τὸ βῆμα π. invite him to mount the tribune, Aeschin.3.72. 4 appeal to, τινὰ περὶ γῆς App.Pun.136. III exhort, encourage, τάξις τάξιν παρεκάλει A.Pers.380, cf. Plb.1.60.5; π. τινὰ εἰς μάχην E.Ph.1254; τινὰ ἐπὶ τὰ κάλλιστα ἔργα X.An.3.1.24; π. τὴν νόησιν εἰς ἐπίσκεψιν Pl.R.523b; πρὸς τὸ μνημονεύειν Isoc.3.12: c. inf., E.Cyc.156, X.An.5.6.19, Decr. ap. D.18.185:—Pass., Isoc.2.14; παρακέκληται ἡ διάνοια Arist.EN1175a7. 2 comfort, console, τοὺς πενθοῦντας LXX Si.48.24:—Pass., Ev.Matt.2.18, 5.4. 3 excite, τινὰ ἐς φόβον E.Or.1583; ἐς δάκρυα Id.IA497; incite, π. καὶ παροξύνειν ἐπί . . Epicur.Nat.54 G.; of things, foment, φλόγα X.Cyr.7.5.23. IV demand, require, ὁ θάλαμος σκεύη π. Id.Oec.9.3:—Pass., τὰ παρακαλούμενα proposals, demands, Philipp. ap. D.18.166sq., Plb.4.29.3. V beseech, entreat, Id.4.82.8, PTeb.24.46 (ii B. C.), etc.; π. τινὰ ἵνα . . Aristeas 318, Ev.Marc.8.22, Arr.Epict.2.7.11, etc.; ὅπως . . Ev.Matt.8.34: but ἐρωτῶ καὶ π. for δέομαι is condemned by Hermog.Meth.3. VI Pass., relent, πρός, ἐπί τινι, towards a person, LXX Jd.21.6, 15, cf. 2 Ki. 24.16. 2 repent, regret, παρακέκλημαι ὅτι . . ib. 1 Ki.15.11.
German (Pape)
[Seite 481] (s. καλέω), hinzu, herbei rufen; τάξις δὲ τάξιν παρεκάλει, zu Hülfe, Aesch. Pers. 372; ἐκεῖθεν, Eur. Hec. 587; Ar. Vesp. 214; ἐμὲ σύμμαχον, Her. 7, 158; ἐς συμμαχίαν, Thuc. 5, 31; εἰς συμβουλήν τινα, Plat. Lach. 186 a, wie τινὰ σύμβουλον, Xen. An. 1, 6, 5; auch = einladen, παρακαλούμενος καὶ ἄκλητος, Thuc. 1, 118; verleiten, ὁ πλοῦτος παρακαλεῖ τοὺς νέους ἐπὶ τὰς ἡδονάς, Isocr. 1, 6; παρακαλεῖν ἐπὶ τὴν σκέψιν, Plat. Prot. 349 a; ἐπὶ θήραν, Xen. Cyr. 4, 6, 3; auch ἐπὶ τὴν βασιλείαν, Plut. Num. 5; vgl. Eur. I. A. 497, ἐς δάκρυα, u. εἰς φόβον, Or. 1583, anregen; καὶ κελεύειν, Plat. Lys. 223 a, ermuntern, auffordern; παρεκάλουν ἀλλήλους ἕπεσθαι, Xen. Cyr. 3, 3, 59; Folgde; παρακαλέσας τὰ πρέποντα, Pol. 1, 60, 5, öfter. – Med. zu oder für sich rufen, fordern, Pol. 4, 29, 3; trösten, Plut. Otho 16.