στοχαστικός
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
ή, όν,
A skilful in aiming at, able to hit, c. gen., τοῦ ἀρίστου Arist.EN1141b13; ἀρετὴ τοῦ μέσου σ. ib.1106b15. b τὸ σ. τῶν φίλων consideration for the wishes of . ., M.Ant.1.9. 2 proceeding by guesswork, ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.Phlb.55e; σ. τέχναι Stoic.3.6, Gal.14.685; σ. ἐπιστῆμαι, opp. πάγιοι, Phld.Rh.1.26,59S.; σ. διάγνωσις Gal.6.365; ζητήματα Syrian. in Hermog.2.34 R.; sagacious, Pl.Grg.463a. Adv., πρὸς τὰ ἔνδοξα -κῶς ἔχειν Arist.Rh.1355a17; -κῶς τὸ μέτρον λαμβάνεται Gal. 6.360; -κῶς ἐξετάσομεν Hermog.Stat.4.
German (Pape)
[Seite 949] zum Zielen, Errathen gehörig; ἡ στοχαστική, die Geschicklichkeit, gleich das Richtige zu treffen, Plat. def. 412 c 413 a; ψυχή, Gorg. 463 a; muthmaßend, τινός, Arist. Nicom. cth. 6, 7, 6; στοχαστικῶς ἔχειν πρός τι, rhet. 1, 1 u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 47; τέχναι, S. Emp. adv. gramm. 72, wozu die κυβερνητική und die ἰατρική gerechnet wird.