μελετάω
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
English (LSJ)
fut. -ήσω Th.1.80, etc., -ήσομαι Luc.Sol. 6, Philostr.VS1.24.2:—post-Hom. Verb,
A take thought or care for, c. gen., βίου, ἔργου, Hes.Op.316, 443: c. acc. rei, δόξαν ἀρετῆς Th. 6.11; of a physician, treat a case, Hp.Int.27, etc.:—Pass., of the patient, ib.26, etc. 2 attend to, study, οὐ δύναμαι ἀκοῦσαι, τοῦτο μελετῶν (sc. τὸ ἀκοῦσαι) Hdt.3.115; πλήθους δόξας μεμελετηκώς Pl. Phdr.260c. II pursue, exercise, [μαντείην] h.Merc.557; μ. τοῦτο (sc. ἡμεροδρόμην εἶναι) Hdt.6.105: freq. in Att., μ. σοφίαν Ar.Pl. 511; τέχνας, ῥητορικήν, Pl.Grg.511b, 511c, 448d; practise, ἤθη, γαστριμαργίας, ὕβρεις, Id.Phd.81e; ὄρχησιν Id.Lg.813e; [νόμους] E.Ba.892 (lyr.); ἀστοῖς ἴσα χρὴ μελετᾶν S.OC171 (anap.); τὴν τῶν πολεμικῶν ἄσκησιν Arist.Pol.1333b39: generally, μ. ἄδικα LXX Jb.27.4; ταῦτα μελέτα 1 Ep.Ti.4.15; esp. practise speaking, con over a speech in one's mind, λογάρια δύστηνα μελετήσας D.19.255; ἀπολογίαν Id.46.1; also, deliver, declaim (cf. 11.5 b), λόγους D.C.40.54:—Pass., τὸ ναυτικὸν οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι naval warfare cannot be practised 'en amateur', Th.1.142; εὐταξία μετὰ κινδύνων μελετωμένη discipline put in practice on the battle-field, Id.6.72, cf. Pl.R.455c. 2 c. inf., μετρίως ἀλγεῖν μελετᾷ σοφία practises moderation in grief, E. Fr.46; λαλεῖν μεμελετήκασί που Ar.Ec.119; also μ. τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν X.Cyr.1.2.12, cf. Antipho 3.2.3; μ. ποιεῖν καὶ λέγειν Lys.10.9; μ. ἀποθνῄσκειν, τεθνάναι, practise dying, death, Pl.Phd.67e, 81a, cf. Epicur.Fr.470. 3 less freq. c. part., μ. κυβερνῶντες X.Ath.1.20; with ὡς and part., Id.Cyr.5.5.47. 4 with Prep., μ. ἔν τινι LXX Jo. 1.8,al. 5 abs., study, train oneself, Ar.Ec.164, Th.1.80, X.HG 3.4.16; ἦν τὸ ἱππικὸν μεμελετηκός ib.6.4.10: c. dat. modi, τόξῳ μ. καὶ ἀκοντίῳ Id.Cyr.2.1.21; ἐν τῷ μὴ μελετῶντι by want of practice, Th.1.142. b esp. practise oratory, declaim, Pl.Phdr.228b; ἐπὶ τῶν καιρῶν μ. extemporize a speech, D.61.43; Ἑλληνιστὶ μ. Plu.Cic.4, cf. 2.131a, Luc.Sol.6, Philostr. VS1.24.2, AP11.145; of actors, Arist. Pr.904b3. 6 Medic., of disease, threaten, μ. τὴν τοῦ καρκινώματος γένεσιν Leonid. ap. Aët.16.43: abs., ἢν κρύβδην μελετήσῃ . . ἡ νοῦσος Aret.SD2.12:—Pass., ἀπειλᾷ καὶ μελετᾶται μανία Steph. in Hp.1.99 D., cf. Aët.16.63. 7 c. acc. pers., exercise, train persons, ἐμελέτησεν [αὐτοὺς] ὡς εἶεν . . X.Cyr.8.1.42: c. inf., οὓς ἀναβαίνειν ἐπὶ τοὺς ἵππους μελετᾷ Φείδων Mnesim.4.7:—Pass., μελετώμενοι ὑπ' αὐτῶν τὴν πτῆσιν, of eaglets, Philostr.VA1.7. III Gramm., to be accustomed, c. inf., μεμελέτηκε τὸ τ εἰς θ τρέπεσθαι An.Ox.1.66; τὰ μὴ μελετήσανταπάσχεινσυναίρεσιν Theognost. Can.145.25. b Medic., acquire a habit, μελετησάντων ἐκπίπτειν βραχιόνων Gal.14.782:— Pass., become chronic, μελετηθὲν τὸ πάθος Aët.16.67.
German (Pape)
[Seite 121] fut. auch μελετήσομαι, Luc. Pseudos. 6, sorgen, Sorge tragen für Etwas, τινός, wie βίου, ἔργου, Hes. O. 318. 445; τινά, ärztlich behandeln, Hipp.; auch μαντείαν, sich damit beschäftigen, sie treiben, üben, H. h. Merc. 557; vgl. Her. 3, 115. 6, 105; ὦ πάτερ, ἀστοῖς ἴσα χρὴ μελετᾶν, Soph. O. C. 168, d. i. man muß ihnen folgen; Eur. sagt κρεῖσσον τῶν νόμων μελετᾶν, Bacch. 890; σοφίαν, Ar. Plut. 511; – üben, sich üben, dem ἀσκέω u. γυμνάζομαι entsprechend, Xen. Hell. 3, 4, 16; ἱππικὸν μεμελετηκός, eine geübte, gut einexercirte Reiterei, 6, 4, 10; τινά, einüben, Cyr. 8, 1, 42; τὰς τέχνας, Plat. Gorg. 511 b; μανθάνοντι καὶ μελετῶντι, Rep. VII, 526 c, öfter, bes. von declamatorischen Uebungen, τὴν ῥητορικὴν μᾶλλον μεμελέτηκεν ἢ διαλέγεσθαι, Gorg. 448 d, ἵνα μελετῴη, eine von einem Andern ausgearbeitete Rede einüben, Phaedr. 228 b; Dem. u. A.; mit acc. c. inf., Mnesim. bei Ath. IX, 402 f; ὡς ἐπιδειξόμενοι τοῦτο μελετᾶτε, Xen. Cyr. 5, 5, 47. – Adj. verb., ἀνδρὶ μελετητέον οὐ τὸ δοκεῖν εἶναι ἀγαθὸν ἀλλὰ τὸ εἶναι, Plat. Gorg. 527 b. – Auch pass., οἶσθά τι ὑπ' ἀνθρώπων μελετώμενον, Rep. V, 455 c; Thuc. 1, 142; μεμελετημέναι τέχναι, Xen. Cyr. 1, 6, 41.