φύλαξ
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, also ἡ (v. infr.): (φυλάσσω):—
A watcher, guard, sentinel, Hom. (only in Il., always masc. and in pl.), φύλακες ἄνδρες 9.477; ἡγεμόνες φυλάκων ib.85, cf. 10.58; freq. in Trag. and Att. (Hdt. uses φυλακός, exc. in signf. 11), φύλακ' ἐπέστησεν βοΐ A.Supp. 303; νεὼς σῆς φ. S.Ph.543; δράκοντα μήλων φ. Id.Tr.1100, al.; φ. τοῦ τείχους Th.2.78, cf. IG12.44.14, al.; φ. κατὰ τὰς πύλας X.HG4.4.8; φύλακα καταστῆσαι Lys.19.31; οἱ φ. the garrison, Th.6.100, X. An.4.2.5, etc.; φύλακες τοῦ σώματος body-guards, Pl.R.566b; ὁ τοῦ δεσμωτηρίου φ. Id.Cri.43a; τω-ν αἰχμαλώτων X.HG4.5.6, etc.: λόχοι φύλακες bodies of reserve, Id.An.6.5.9: as fem., ἔστι κἀμοὶ κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ φ. A.Fr.316, cf. S.Aj.36, OC355, E.Andr.86: metaph., flames (φλόγες) are called φύλακες Ἡφαίστου κύνες Eub.75.7 (dub. l.); and the hospitable table is φ. φιλίας Timocl.13. II guardian, keeper, protector, Hes.Op.123,253; κτεάνων Pi.P.8.58; δωμάτων, χώρας φ., A.Ag.914, S.OT1418, etc.; παιδός Hdt.1.41; τῆς γυναικός X.Cyr.6.3.14; τῆς πολιτείας And.4.16, cf. Pl.R.374d, al.; τῆς ἀρχῆς Lys.12.94; τω-ν νόμων Pl.Lg.966b; τῆς εἰρήνης Isoc.4.175: as fem., E.Tr.462, Pl.Plt.305c, X.Mem.2.1.32; of a divinity, Ἄγγδιστιν . . φύλακα καὶ οἰκοδέσποιναν τοῦδε τοῦ οἴκου SIG985.51 (Philadelphia, i B. C.): also φ. Ἀργείου δορός a protector against it, E.Ph.1094; ἐπὶ τοῖς ὠνίοις φύλακας κατεστήσατε, of the ἀγορανόμοι, Lys. 22.16. 2 observer, τοῦ δόγματος Pl.R.413c; τοῦ ἐπιταττομένου X.Cyn.12.2. 3 of things, [στήλην] ὥσπερ φ. τῆς δωρεᾶς Plu. Nic.3. 4 chain, keeper, φ. ἀργυροῦς, χαλκοῦς, IG7.3498.8 (Orop.), Inscr.Délos1426 Bii 45; ὀμφαλὸν καὶ φύλακα περὶ αὐτόν ib.1417B i93(ii B. C.). 5 bandage, Gal.19.144. (Cf.Lat.bubulcus (Ital. bifolco), subulcus.)
German (Pape)
[Seite 1313] ακος, ὁ, auch ἡ, Eur. Andr. 86 Troad. 462, vgl. Lob. Phryn. p. 452, – Wächter, ausgestellte Wache, ein Einzelner von der Besatzung, im plur. οἱ φύλακες die Besatzung; so bei Hom., nur in der Il., in der Od. kommt es nicht vor; auch φύλακες ἄνδρες, Il. 9, 477; π ολυχρύσων ἑδράνων φύλακες Aesch. Pers. 4; δωμάτων ἐμῶν φύλαξ Ag. 888; τὸν πάνθ' ὁρῶντα φύλακ' ἐπέστησεν βοΐ Suppl. 299; φύλαξ δέ μου πιστὴ κατέστης Soph. O. C. 356; χώρας O. R. 1418; Eur. oft; φύλακας κατάστησαι Ar. Av. 841; oft bei Plat. u. Folgdn; Xen. häufig, φύλακας καθίστασθαι Cyr. 5, 2,29, οἱ ὄπισθεν φύλακες, die Nachhut, Hell. 7, 2,4; φύλακας τῆς νεὼς καταστήσας Dem. 33, 10. – Bewahrer, Behüter, Beschützer, Hes. O. 124. 253; κτεάνων φ. Pind. P. 8, 61; παιδός Her. 1, 41; νόμων u. ä., Plat. u. A.