κολυμβητήρ
From LSJ
Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = sq., A.Supp. 408.
German (Pape)
[Seite 1476] ῆρος, ὁ, = Folgdm; δίκην κολυμβητῆρος ἐς βυθὸν μολεῖν δεδορκὸς ὄμμα Aesch. Suppl. 403.