καθικνέομαι

From LSJ
Revision as of 19:34, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθικνέομαι Medium diacritics: καθικνέομαι Low diacritics: καθικνέομαι Capitals: ΚΑΘΙΚΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: kathiknéomai Transliteration B: kathikneomai Transliteration C: kathikneomai Beta Code: kaqikne/omai

English (LSJ)

fut.

   A -ίξομαι Plb.5.93.5, etc., dub. in IG5(2).4.13 (Tegea, iv B.C.): aor. -ῑκόμην (v. infr.): pf. part. καθιγμένον Hsch.:— come down to: in Hom. only metaph., reach, touch, με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον Od.1.342, μάλα πώς με καθίκεο θυμὸν ἐνιπῇ thou hast touched me nearly, Il.14.104; later, of any down-stroke, κάρα . . κέντροισί μου καθίκετο came down upon my head, S.OT809; εἰς ὅλμους κ. ὑπέροις Paus.5.18.2: abs., ἐπανατεινάμενος τὸ ξίφος καθικνεῖται Parth.8.9: generally, take effect, Phld.Mus.p.85K.; attack, affect, τῆς ὀπτήσεως καθικνουμένης καὶ ἐξατμιζούσης τὸ τροφῶδες Ath.Med. ap. Orib.1.9.1: freq. in Prose, c. gen., κ. τῆς πηγῆς Paus.7.21.12; κ. τῆς ψυχῆς reach or touch it, Pl.Ax.369e; ἡμῶν ὁ λόγος καθίκετο Luc. Nigr.35; ἡ ὕβρις οὐ μετρίως μου καθίκετο Id.Tox.46; κ. τινὸς πικρότατα Ael.VH14.3; κ. τινὸς σκύτεσι, κονδύλῳ, strike one with a strap, etc., Plu.Ant.12,Alc.7.    2 κ. τῆς ἐπιβολῆς attain one's purpose, Plb.2.38.8, cf. 4.50.10; ποιεῖν [πόλιν] τηλικαύτην ἡλίκην καὶ τειχίζειν ἐπιβαλλόμενοι καθίξονται they will succeed, Id.5.93.5.    3 κατικόμενον, τό, that which comes to one, one's share of an inheritance, IG9 (1).334.30 (Locr., v. B.C.).

German (Pape)

[Seite 1286] (s. ἱκνέομαι), hinabkommen, hingelangen, treffen, bes. schmerzlich berühren; πένθος καθίκετό με, Leid traf mich, Od. 1, 342; μάλα πώς με καθίκεο θυμὸν ἐνιπῇ, gar sehr trafst du mir die Seele mit dem Vorwurfe, Il. 14, 104; ähnl. Soph. κάρα διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο O. R. 809; gew. c. gen., τοῖς δυναμένοις καθικέσθαι τῆς ψυχῆς, die Seele treffen, rühren, Plat. Ax. 369 e; vgl. Luc. Nigr. 35; κονδύλῳ καθικόμενος αὐτοῦ Plut. Alc. 7, u. a. Sp., leiblich u. geistig Einen antasten, schelten, βακτηρίᾳ καθικνεῖ. ταί τινος Sext. Emp. adv. log. 1, 188; – erreichen, erlangen, τῆς προκειμένης ἐπιβολῆς Pol. 2, 38, 8, τῆς ἀρχῆς 6, 35, 5, τῆς προθέσεως 4, 50, 10.