φυγή
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
ἡ, (φεύγω)
A flight in battle, ἀΐξαντε φυγῇ Od.10.117; οὐδέ τις ἀλκὴ . . οὐδὲ φ. 22.306; ἐς φ. ἐτράποντο Hdt.8.89; ἐς φ. ὁρμᾶσθαι, ὁρμᾶν, E.Rh.143, X.Cyr.4.2.28; φυγὴν αἱρεῖσθαι, ἀρεῖσθαι, A.Pers. 481 (sed leg. αἴρονται), E.Rh.54; ἰσχυρὰν τὴν φ. τοῖς πολεμίοις . . ἐποίει X.Cyr.1.4.22; ἰσχυρὰ φ. ἐγένετο ib.7.1.26; generally, flight, Ev. Matt.24.20; φ. ἑλέσθαι take to flight, PGnom.102 (ii A. D.): dat. φυγῇ, used adverbially, in hasty flight, φυγᾷ πόδα νωμᾶν S.OT468 (lyr.); φυγᾷ ποδὶ ἴχνος ἔφερε E.Or.1468 (lyr.); φ. ἐξαλύξωμεν ποδί Id.El.218, cf. Ba.437, Hec.1066 (lyr.); φεύγειν φ., φ. ἀναχωρεῖν, Pl. Smp.195b, 221a; φ. φευκτέον Luc.Ind.16: pl., ἐν ταῖς φυγαῖς, of the flight of the country people of Attica into the city, in the Pelop. war, Ar.Ec.243; φεύγουσί τινας οὐκ αἰσχρὰς φ. Pl.Lg.706c. 2 flight or escape from a thing, avoidance of it, c. gen., γάμον A.Supp. 395 (lyr.); νόσων ἀμηχάνων φυγὰς ξυμπέφρασται S.Ant.364 (lyr.), cf. OC280; λέκτρων φυγαί E.Hel.799; ἀγαθῶν φυγάς Pl.Ti.69d; τῶν σιτίων Gal.15.180; opp. αἵρεσις, Epicur.Ep.3p.62U., al., cf. S.E.P. 1.87; τὰς ὀρθὰς αἱρέσεις καὶ φ. Phld.Herc.1251.11; opp. δίωξις, Epicur.Sent.25. 3 place of refuge, D.S.17.78. 4 slipping of a bandage, Hp.Off.9. II banishment, exile, νῦν μὲν δικάζεις ἐκ πόλεως φυγὴν ἐμοί A.Ag.1412, cf. Ch.254; ἐκ γῆς S.OT659, etc.; ἐνιαυσία ἔκδημος φ. E.Hipp.37; τῆς φυγῆς ἧς αὐτοὶ ἔφυγον Lys.13.74; συμφυγεῖν τὴν φ. ταύτην (sc. ὑμῖν) to go into banishment with . . Pl.Ap.21a; φυγὴν ἐπιβαλὼν ἑωυτῷ imposing banishment on oneself Hdt.7.3; φυγῇ ζημιοῦν E.Or.900, cf.IG12.39.7, Pl.Grg.516d; φυγὴν καταγνῶναί τινος And.1.106, Lys.14.38; φυγῆς τιμήσασθαι (sc. δίκην) the penalty of exile, Pl.Ap.37c, cf. Cri.52c; ἐπὶ φόνῳ . . φ. Decr. ap. And.1.78 (dub.l.); τῆς πατρίδος φ. ποιήσασθαι Lys.3.42; εὐθύνας . . εἶναι . . πλὴν φυγῆς καὶ θανάτου καὶ ἀτιμίας IGl.c. 73: pl., E.Hipp. 1043, Pl.Prt.325b, etc.; φυγὰς ἐμὰς χθονός E.Med.400; φυγαὶ καὶ διώξεις Pl.Lg.638a. 2 as a collect. Noun, = φυγάδες, body of exiles or refugees, A.Supp.74 (lyr.), Th.8.64, Aeschin.2.143; κατάγειν τὴν φυγήν to recall them, X.HG5.2.9; pl., συλλέξαι τὰς φυγάς Pl.Lg.682e, cf. Plu.Flam.12.
German (Pape)
[Seite 1312] ἡ, die Flucht; Od. 10, 117. 22, 306; Aesch. Pers. 462. 473 u. öfter, wie Soph., auch im plur., τόσων δ' ἀμηχάνων φυγὰς ξυμπέφρασται Ant. 360, d. i. Heilmittel; αἱ φυγαί auch Ar. Eccl. 243; in Prosa; φυγῇ φεύγειν Plat. Conv. 195 b, u. öfter; auch im plur., Valck. Eur. Hipp. 1043. – Bes. Landesverweisung, Verbannung, νῦν μὲν δικάζεις ἐκ πόλεως φυγὴν ἐμοί Aesch. Ag. 1386; δημήλατος Suppl. 609; ἐμοὶ ζητῶν ὄλεθρον ἢ φυγὴν ἐκ τῆσδε γῆς Soph. O. R. 659; φυγῇ ζημιοῦν Eur. Or. 898, u. öfter; φυγὴν ἑωυτῷ ἐπιβαλὼν ἐκ Λακεδαίμονος, sich selbst Verbannung aus Lacedämon auflegend, Her. 8, 3; φυγὴν καταγιγνώσκειν τινός Andoc. 1, 106; Lys. 14, 38; φυγὴν φεύγειν, landflüchtig sein, in der Verbannung leben, Plat. apol. 21 a; φυγαῖς ἐζημιωμένος Isocr. 4, 116; θάνατον ἢ φυγὴν τῇ τιμωρίᾳ τὸ τέλος ἐπιτιθείς Plat. Legg. V, 735 e, u. sonst. – Auch = οἱ φυγάδες, die Landesverwiesenen, Verbannten, κατάγειν τὴν φυγήν Xen. Hell. 5, 2,9; vgl. Thuc. 8, 64; Aesch. 2, 143; κατάγειν τὰς φυγάς Plut. Flamin. 12; auch bei Plat. Legg. III, 682 e ist τὰς τότε φυγάς bessere Lesart als τοὺς τότε φυγάδας. – Adjectivisch = φυγάς erklärt man es Eur. Or. 1468 El. 216, φυγῇ ποδὶ ἴχνος ἔφερεν, φυγῇ ἐξαλύξωμεν ποδί, richtiger aber werden die beiden dat. unabhängig von einander genommen, in der Flucht, fliehend mit dem Fuße.