συμφορέω

From LSJ
Revision as of 19:12, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_5)

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφορέω Medium diacritics: συμφορέω Low diacritics: συμφορέω Capitals: ΣΥΜΦΟΡΕΩ
Transliteration A: symphoréō Transliteration B: symphoreō Transliteration C: symforeo Beta Code: sumfore/w

English (LSJ)

   A = συμφέρω, in the primary sense, bring together, collect, heap up, Hdt. 5.92.ή; τὰ ὀστέα ἐς ἕνα Χῶρον Id.9.83; τὰ Χρήματα ib.81; τὰ γέρρα ib.99; λίθους καὶ ξύλα Th.6.99; εἰς μίαν οἴκησιν πάντα Χρήματα Pl. Lg.805e; πνεῦμα σ. τὴν Χιόνα X.Cyn.8.1; αἰτίας καὶ σκώμματα καὶ λοιδορίας σ. D.18.15; συμπτωμάτων πλῆθος οὐχ ὁμογενῶν Gal.16.811; [λόγους] Luc.Pisc.22:—Med., collect for oneself, Arist.Mir.832a24 (perh. Pass.); of birds building nests, Id.HA559a10:—Pass., to be collected, opp. διαφορεῖσθαι, Pl.Lg.693a, cf. Epicur.Ep.1p.23U.; ἵππος εἰκῇ συμπεφορημένος put together anyhow, Pl.Phdr.253e; καλιὰν ἐκ δένδρων συμπεφορημένην Luc.VH2.40; συμπεφορημένη jumbled together (with a play on συμφορά), Pl.Phlb.64e; join streams, of rivers, A.R.1.39.    2 metaph., συμπεφορημένος, of a person whose philosophy is a jumble of opinions, Epicur.Nat.14.7; cf. συμπεφορημένως.

German (Pape)

[Seite 992] = συμφέρω, zusammentragen, sammeln, anhäufen; Her. 5, 92, 7. 9, 83; Thuc. 6, 99; εἰς μίαν οἴκησιν ξυμφορήσαντες πάντα χρήματα, Plat. Legg. VII, 805 e; εἰκῇ συμπεφορημένος, Phaedr. 253 e; πνεῦμα συμφοροῦν τὴν χιόνα, Xen. Cyn. 8, 1; πρεσβεῖαι συμφοροῦσαι στεφάνους αὐτῷ, Pol. 22, 24, 1; auch αἰτίας καὶ σκώμματα καὶ λοιδορίας συμφορήσας, Dem. 18, 15; ἑταιρικὰ διηγήματα, Luc. Amor. 37.