εἰκῇ
σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές → wisdom lies in clarity, not in obscurity | wisdom is shown in clarity, not in obscurity
English (LSJ)
A without plan or without purpose, at random, at a venture, Xenoph. 2.13, Heraclit.47, Hp.Epid.7.9, A.Pr.450,885, Ar.Eq.431, D.28.5; εἰκῇ ζῆν S.OT979; εἰκῇ πράττειν Pl.Prt.326d; εἰκῇ λέγεσθαι Id.Ap.17c, etc.; νήφων παρ' εἰκῇ λέγοντας Arist.Metaph.984b17, etc.; ἄρμενα εἰκῇ ἀποκλασθέντα Theoc.22.14.
II in vain, PLips.104.29 (i B. C.), 1 Ep.Cor.15.2, al.
III slightly, moderately, ἀγγεῖα εἰκῇ πεπυρωμένα Agatharch.61. (Prob. for ἐϝεκῇ 'at will', cf. ἑκών.)
Spanish (DGE)
adv.
1 al azar, desordenada, confusamente μὴ εἰ. περὶ τῶν μεγίστων συμβαλλώμεθα no conjeturemos al azar sobre las cosas más importantes Heraclit.B 47, cf. 124, τὸν μακρὸν βίον ἔφυρον εἰ. πάντα en su dilatada existencia mezclaban todo confusamente A.Pr.450, θολεροὶ δὲ λόγοι παίουσ' εἰ. στυγνῆς πρὸς κύμασιν ἄτης turbias palabras chocan al azar con las odiosas olas de Ate A.Pr.885, πρὸς πέδῳ κάρα εἰ. βαλοῦσαι (αἱ γυναῖκες) E.Ba.686, εἰ. ῥαδίως χρῆσθαι Ar.Ra.733, ταράττων τήν τε γῆν καὶ τὴν θάλατταν εἰ. Ar.Eq.431, εἰ. κράτιστον ζῆν lo mejor es vivir al azar S.OT 979, οὐδὲν ... εἰ. καὶ ἀλογίστως ποιῆσαι Lys.7.12, ἀποπλανᾶσθαι εἰ. ῥέων del discurso, Luc.Anach.19, cf. Hp.Aër.23, Pl.Prt.326d, Arist.Rh.1354a6, 1406a17, Chrysipp.Stoic.3.127, Plb.18.14.1, 30.11.6, Longin.33.4, D.H.Isoc.2.1, Dem.56.2, Comp.1.8, Luc.ITr.36, Sext.Sent.152, Vett.Val.145.25.
2 sin fundamento, sin razón, sin reflexión, por las buenas εἰ. μάλα τοῦτο νομίζεται Xenoph.B 2.13, ἀλογίστως καὶ λίαν εἰ. ... καταφρονοῦμεν Isoc.8.30, εἰ. τις ἂν ἐπίστευσεν D.30.20, εἰ. γράφεσθαι (δίκας) Arist.Pol.1320a13, cf. D.28.5, 30.20, ἐξελθεῖν πάλιν εἰ. Antiph.216.8, εἰ. ἐφ' ἀλλαχῇ βαδίζετε PLips.104.29 (I a.C.) en BL 1.214, ὑπ' ἐνίων ... διασείεσθαι εἰ. UPZ 108.24 (I a.C.), cf. COrd.Ptol.31.12 (II a.C.), εἰ. εἰς τοῦτο τὸ πρᾶγμα ἐξῆλθεν se metió en este asunto sin pensarlo, PMich.206.11 (II d.C.)
•por capricho τὸ μηδὲν εἰ. ... φαγεῖν ἢ πιεῖν no comer ni beber nada por puro capricho I.Ap.2.234.
3 sin propósito οὐκ εἰ. ἐρεῖ, ἀλλ' ἀποβλέπων πρός τι Pl.Grg.503e, cf. Ap.17c, Isoc.4.12, Arist.Metaph.984b17, οὐ γὰρ εἰ. τὴν μάχαιραν φορεῖ Ep.Rom.13.4.
4 en vano τοσαῦτα ἐπάθετε εἰ.; Ep.Gal.3.4, cf. 1Ep.Cor.15.2, εἰ. παραιτοῦνται Amph.Ep.Syn.86, cf. ITyr.17 (imper.).
5 levemente, moderadamente ἀγγεῖα εἰ. πεπυρωμένα Agatharch.61.
• Etimología: Formación adverb., prob. antiguo dat. como κομιδῇ, etc. Quizá de *Ϝεικ-, cf. ἔοικα ‘parecer’, c. el. sent. ‘según las apariencias’, que evolucionaría a ‘por azar’, mejor que de *ε(Ϝ)εκῇ rel. Ϝεκών ‘a voluntad’.
French (Bailly abrégé)
adv.
par hasard, au hasard, à l'aventure;
NT: sans raison ; en vain.
Étymologie: *εἴκω¹.
English (Thayer)
(L WH Relz εἰκῇ; cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii., p. 342; Buttmann, 69 (61); (Winer's Grammar, § 5,4e.; Jelf, § 324Obs. 6; Kühner, § 336 Anm. 7; especially Etym. Magn. 78,26f; and references under the word Iota)), adverb; in Greek writings from Aeschylus down;
1. inconsiderately, without purpose, without just cause: R G Tr brackets; in vain; without success or effect: Xenophon, Aeschylus down.)
Greek Monolingual
(Α εἰκῇ) επίρρ.
νεοελλ.
φρ. «εική και ως έτυχε» — εντελώς στην τύχη, χωρίς φροντίδα και προσοχή
αρχ.
1. χωρίς σχέδιο ή χωρίς σκοπό, τυχαία, επιπόλαια («εἰκῇ λέγεσθαι», «εἰκῇ πράττειν», «νήφων παρ' εἰκῇ λέγοντας» — διατηρώντας τη λογική του σκέψη ανάμεσα σε ανθρώπους που μιλούσαν επιπόλαια)
2. μάταια, άνευ λόγου
3. ελαφρά, μέτρια («ἀγγεῖα εἰκῇ πεπυρωμένα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματικός σχηματισμός με κατάληξη δοτικής (πρβλ. κομιδῄ, σπουδῄ) που προέρχεται από τ. ε-(F)εκῄ και συνδέεται με τα εκών, ένεκα. Είναι εξίσου πιθ. να συνδέεται με το έοικα (πρβλ. ομηρ. εικοβολείν, εκηβόλος), άποψη που ενισχύεται από την ύπαρξη παράλληλων σημασιολογικά τύπων στην αρχ. Ινδική].
Greek Monotonic
εἰκῇ: επίρρ., χωρίς σχέδιο ή σκοπό, απρόσεκτα, απερίσκεπτα, στην τύχη, ριψοκύνδυνα, παράτολμα, Λατ. temere, σε Αισχύλ. κ.λπ.
German (Pape)
unüberlegt, planlos; φύρειν πάντα Aesch. Pr. 450; vgl. Plat. Phaed. 97b; κράτιστον ζῆν Soph. O.R. 979; εἰκῇ ἀποκλασθέντα Theocr. 22.14; εἰκῇ λαβεῖν dem δοκιμάσασθαι entggstzt Men. Stob. fl. 72.2 (v. 11); καὶ ἀτέχνως Plat. Soph. 225b; καὶ ἀλογίστως ποιεῖν Lys. 7.12; vgl. Prot. 326d; τὰ εἰκῇ λεγόμενα Isocr. 4.12; οὕτως εἰκῇ παραδιδόναι ibd. 136; neben ἀπὸ ταὐτομάτου Arist. rhet. 1.1. Vgl. εἰκαῖος.
Russian (Dvoretsky)
εἰκῇ: и εἰκῆ adv. наудачу, необдуманно, наобум, кое-как (φύρειν τι Aesch., Plat.; ζῆν Soph.; λέγειν Isocr., Arst.; δρᾶν Arst.: εἰ. καὶ ἀλογίστως Lys.).
Middle Liddell
without plan or purpose, heedlessly, rashly, at random, at a venture, Lat. temere, Aesch., etc.
Frisk Etymology German
εἰκῇ: {eikēĩ}
Grammar: Adv.
Meaning: aufs Geratewohl, unüberlegt, spät auch vergebens (ion. att.).
Composita: Als Vorderglied in εἰκοβολέω ins Blaue schießen (E., Ar. u. a.) mit εἰκοβολία (Phld.).
Derivative: Ableitung εἰκαῖος unüberlegt, planlos, zufällig (S., Plb., J. usw.) mit εἰκαιότης (Phld. u. a.) und εἰκαιοσύνη (Timo). Bildung wie σπουδῇ, κομιδῇ usw.; somit wahrscheinlich ein nominaler Dativ (Schwyzer 622).
Etymology: Die herkömmliche Anknüpfung an ἔοικα ablehnend und auf das Kompositum εἰκοβολεῖν hinweisend, das an hom. ἑκηβόλος stark erinnert, schlägt Wackernagel Unt. 137 A. 1 unter Heranziehung von aind. semantischen Parallelen ansprechend vor, εἰκῇ aus *ἐϝεκῇ nach Willkür, nach Lust und Laune mit ἑκών, ἕνεκα (s. dd.) zu verbinden.
Page 1,453
Chinese
原文音譯:e„kÁ 誒咳
詞類次數:副詞(7)
原文字根:模擬(地)
字義溯源:無用地^,徒然,無故地,枉費,虛徒,空空的;或源自(εἴκω)=情願軟弱,容讓*)
出現次數:總共(7);太(1);羅(1);林前(1);加(3);西(1)
譯字彙編:
1) 是徒然的麼(2) 加3:4; 加3:4;
2) 徒然(2) 林前15:2; 加4:11;
3) 無故的(1) 西2:18;
4) 空空的(1) 羅13:4;
5) 無故地(1) 太5:22
Mantoulidis Etymological
(=χωρίς σχέδιο, ἄσκοπα). Ἀπό τό εἴκω (=ὑποχωρῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
in vain
Arabic: عَبَثًا; Armenian: զուր, իզուր; Belarusian: дарэмна, дарма, марна; Bulgarian: напразно; Catalan: en va; Chinese Mandarin: 徒然, 白白, 無益, 无益, 徒勞, 徒劳; Chinook Jargon: k'ax̣chi; Czech: neúspěšně; Dutch: tevergeefs, vergeefs; English: in vain, vainly, pointlessly, uselessly; Esperanto: sensolve, vane; Finnish: turhaan, tarpeettomasti, tarpeetta; French: en vain, inutilement; Galician: en balde, en van; German: vergebens, vergeblich; Greek: μάταια, του κάκου, εις μάτην, επί ματαίω; Ancient Greek: ἄκραντα, ἀλεμάτως, ἅλιον, ἁλίως, ἄλλως, ἀνεμώλια, ἀνόνητα, ἀνονήτως, ἀνωφελῶς, ἀπράκτως, ἀσυντελῶς, ἀτελειώτως, ἀτελέστως, αὔσιον, αὔτως, ἀχρεῖον, ἀχρήστως, διὰ κενῆς, διακενῆς, διακένως, δωρεάν, εἰκαῖα, εἰκῇ, ἐν κενοῖς, ἐτώσια, ἐτώσιον, ἠλέματα, ἠλεμάτως, ματαίως, μάτην, μάψ, τηνάλλως, τηυσίως, τηϋσίως, φρούδως; Hungarian: hiába, hasztalan, hasztalanul; Icelandic: til einskis, árangurslaus, unnið fyrir gýg; Italian: invano; Japanese: 無益の; Kazakh: бекер; Korean: 헛되이; Kurdish Central Kurdish: باداوە; Latin: in cassum, futtile, frustra, in vanum; Malayalam: വൃഥാ, വെറുതെ; Manchu: ᠮᡝᡴᡝᠯᡝ; Maori: parau, paraurehe, huakore; Navajo: chʼééh; Norwegian Bokmål: forgjeves, fånyttes; Nynorsk: forgjeves; Old English: on īdel; Plautdietsch: vejäfs; Polish: daremnie, na darmo, na próżno, bezskutecznie; Portuguese: em vão, inutilmente; Romanian: degeaba, în zadar; Russian: напрасно, зря, даром, тщетно, впустую, всуе, зря, безуспешно, попусту; Serbo-Croatian: ȕzalūd, ȕzalūdno; Slovene: zamàn; Spanish: en vano, en balde, inútilmente; Swedish: förgäves; Tagalog: lihing; Ukrainian: марно, даремно, дарма; Vietnamese: hoài