νηφάλιος
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον 1 Ep.Ti.3.11, Plu. 2.657c: (νήφω):—of drink,
A unmixed with wine, ν. μειλίγματα offerings of water, milk, and honey to the Eumenides, A.Eu.107; to the Muses and Nymphs, κρατὴρ νηφάλιος Plu.2.156d; νηφάλιαι εὐχωλαί, θυσίαι, A.R.4.712, Polem.Hist.42; ν. βωμοί IG2.1651 (iv B.C.); νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύειν Plu.2.464c, 672b; τῷ Διονύσῳ πολλάκις ν. θύομεν ib. 132e (prov. of a frugal meal); ν. σπείσω Κύπριδι AP5.225 (Paul. Sil.); ν. ξύλα wood other than vine twigs, burned in sacrifices, esp. the twigs of the herb θύμος, Philoch.31, Crates Hist.5; ν. πόπανον with no wine in it, IG3.77.18. II sober, ν. μέθη Ph.1.16, 2.447; βαθὺ ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον Plu.2.504a; of persons, 1 Ep.Ti.3.2,11, Ep.Tit.2.2, J.AJ13.12.2. Adv. -ίως, ν. ἔχειν Poll.6.26.