ἀνήροτος
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
ον,
A unploughed, γύαι A.Pr.708; without tillage, ἀνήροτα πάντα φύονται Od.9.109: neut. pl. as Adv., λειμῶνες ἀνήροτα πορφύρουσι Opp.C.1.462: metaph., γυνὴ ἀ. Luc.Lex.19.
German (Pape)
[Seite 230] ungepflügt, unbestellt, Od. 9, 123 νῆσος ἄσπαρτος καὶ ἀνήροτος; τά γ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται 109, alles wächst ohne daß gepflügt u. gesäet wird; γύαι Aesch. Prom. 710; Opp. Cyn. 1461. Auch γυνή, Luc. Lex. 19.