πορφυρέω
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
πορφύρω, ἁλὶ πορφυρεούσῃ v.l. in Arat. 158; ἀμέθυστον . . πορφυρέουσαν (
A v.l. πορφύρουσαν) D.P.1122; χρυσῷ πορφυρέοντι Opp.C.2.597 (vv.ll.πορφύρεον, πορφυρόεντι; πορφύροντι cj.Schneider); λειμῶνες ἀνήροτα πορφυρέουσι v.l. for -φύρουσι ib.1.462.
German (Pape)
[Seite 686] spätere poet, Form = πορφύρω; Arat. 158 l. d.; D. Per. 1122; auch im Opp. als v. l., vgl. Jacobs A. P. p. 543.