θόρνυμαι
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
English (LSJ)
A = θρῴσκω 11, [S.]Fr.1127.9, Nic.Th.130: 3pl. subj., ἐπεὰν θορνύωνται Hdt.3.109.
German (Pape)
[Seite 1215] = θρώσκω, sich begatten; ἐπεὰν θορνύωνται κατὰ ζεύγεα Her. 3, 109; Nic. Ther. 130; p. bei Eust. Il. 1057. – Pass. ist Theol. arithm. p. 45, 35 ὁ γόνος τῷ ἄῤῥενι θόρνυται εἰς τὴν γυναικείαν μήτραν.