περιστροφή
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A turning or spinning round, ὀστράκου Pl.R.521c; ἄστρων περιστροφαί courses of the stars, S.Fr.432.8 ; κόσμου Euc. Phaen.p.8 M.; τοῦ ἡλίου Hld.1.18, etc. ; ἐν περιστροφῇ λαοῦ amidst them, LXXSi.50.5 : pl., contortions, Gal.15.126 ; whorls in hairgrowth, δύο π. ἕξει ἐν τῇ κεφαλῇ Heph.Astr.1.1.
German (Pape)
[Seite 595] ἡ. das Umdrehen, Umkreisen; ἐφεῦρε δ' ἄστρων μέτρα καὶ περιστροφάς, Soph. frg. 379, ὀστράκου, Plat. Rep. VII, 521 (vgl. ὄστρακον); das Sichumwenden, Plut. Num. 14; – Umgang, Verkehr, Sp.