μονόγονος
From LSJ
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
English (LSJ)
Ep. μουνό-, η, ον,
A only-born, κούρη μουνογόνη, of Persephone, Opp.H.3.489 codd.; Δήμητρι καὶ Μουνογόνῃ IG9(2).305 (Tricca, ii B. C.); μουνογόναν τὸ ἕν [μανύει] Supp.Epigr.4.634 (Sardes, i B. C.).
German (Pape)
[Seite 202] u. p. μουνόγονος, allein, einzeln geboren, Opp. Hal. 3, 489, κούρη μουνογόνη. Vgl. μονογενής.