θηλάζω
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English (LSJ)
Dor. aor. 1
A ἐθήλαξα Theoc.3.16 (v.l. -αζε): (θηλή): I of the mother or nurse, suckle, Phryn.Com.29, Lys.1.9, Arist.HA576b10: abs., give suck, οἱ μαστοί, οἳ οὐκ ἐθήλασαν Ev.Luc.23.29:—also in Med., ἐπιμελεῖσθαι, ὅπως μέτριον χρόνον θηλάσονται Pl.R.460d, cf. Arist.HA566b17; οὐ συλλαμβάνουσι θηλαζόμεναι Id.GA777a13, cf. IG5(2).514.12 (Lycosura):—Pass., to be sucked, ὁ δελφὶς . . θηλάζεται ὑπὸ τῶν τέκνων Arist.HA504b25. II of the young animal, suck, Id.GA733b29, etc.; ἐλέφαντος ὁ σκύμνος θ. τῷ στόματι Id.HA578a22; θηλάζων χοῖρος a sucking pig, Theoc.14.15; seldom of an infant, Orph.Fr.49.87. 2 c. acc., λεαίνας μασδὸν ἐθήλαξεν Theoc.3.16; ἐὰν μὴ τύχῃ τεθηλακὼς ὁ ὄνος ἵππον Arist.HA577b16. (Written θελάσζ- PSI4.368.19 (iii B.C.).)
German (Pape)
[Seite 1207] säu gen, nach VLL. ion. für θηλὴν διδόναι; von der Mutter, τὸ παιδίον Lys. 1, 9; von der Amme, Poll. 2, 163; vgl. Phryn. com. B. A. 99; von Thieren, Arist. H. A. 6, 23, Plut.; von der Brust selbst, N. T. – Med. nach den Gramm. (vgl. Phot. u. B. A. 99) saugen; aber Plat. Rep. V, 460 d ist zweifelhaft; Theocr. 3, 16 hat in dieser Bdtg μάσδον ἐθήλαξεν, wie θηλάζοντα χοῖρον 14, 15; vgl. Plut. Rom. 6 Luc. Soloec. 4; ἐὰν μὴ τύχῃ τεθηλακὼς ὁ ὄνος ἵππον Arist. H. A. 6, 23; pass., γάλα θηλάζεται ὑπὸ τῶν τέκνων 2, 13; gener. an. 4, 5 heißen die Mütter αἱ θηλαζόμεναι; Plut. Rom. 4 sagt τοῖς βρέφεσι θηλάζεσθαι = θηλὴν ἐπέχειν.