περιγράφω
English (LSJ)
[ᾰ],
A draw a line round, περιγράφει τῇ μαχαίρῃ ἐς τὸ ἔδαφος τὸν ἥλιον Hdt.8.137; π. κύκλον draw a circle round, Id.7.60 ; π. ὅσον ἐναριστᾶν κύκλον Eup.250 ; ἡ ταῦτα τὰ πεδία περιγράφουσα γραμμή Plb.2.14.8: abs., describe a circle, Ar.Pax879. b Geom., circumscribe, περὶ κύκλον τρίγωνον Euc.4.3,5, cf. Archim.Sph.Cyl.1.3,al.; τὸ περιγεγραμμένον σχῆμα τῷ τομεῖ ib.40. 2 define, determine, limit, π. τοῦ ἔτους χρόνον X.Mem. 1.4.12 ; π. ὅτι . . ἐγγύτατα τοῦ πράγματος Arist.Rh.1396b8 ; τὴν πολλὴν βρῶσιν Heraclid. Tar. ap. Ath.2.64e :—Med.,Arist.Metaph. 1064a2:—Pass., περιεγέγραπτο, ὡς ἔοικε, . . μέχρι ὅσου ἡ νίκη ἐδέδοτο αὐτοῖς X.HG7.5.13 ; to be bounded, D.S.3.41 ; to be circumscribed, Ti.Locr.97e, Plot.6.4.7, Dam.Pr.113, etc.: Rhet., αἱ ἔννοιαι . . ἐφ' ἑαυτῶν περιγραφόμεναι being self-contained, Hermog.Id.1.3. 3 terminate, conclude, τὴν βίβλον D.S.2.60, 3.74, etc. ; τὰς ὑποθήκας Plu. 2.14a ; ἀγχόνῃ τὸ ζην Ath.9.388c:—Pass., Placit.3.8.2. 4 bring to an end, cure a disease, Archig. ap. Gal.8.90, Sor.2.16 (Pass.), Gal.13.860. II draw in outline, trace or sketch, delineate τοὺς θεούς Phld. Piet.81:—Med., σκιὰν περιγράψασθαι draw oneself an outline, Poll.7.129:—Pass., περιγεγράφθω ταύτῃ Arist.EN1098a20; τὰ δυνατὰ -γραφῆναι Phld.Ir.p.62W.; περιγεγραμμένους μῦς well-marked muscles, Antyll. ap. Orib.7.7.8. III enclose as it were within brackets, cancel, annul (cf. διαγράφω), Demonic.1.3, Plu.2.334c, PSI1.64.15 (Pass., i A.D.); τὸ φιλεῖν AP5.67 (Lucill. or Polemo Rex); τὸ πρὸς δόξαν ἢ τρυφὴν ἅπαν π. Epict.Ench.33 ; π. τινὰ ἐκ πολιτείας exclude from civic privileges, Aeschin.3.209 ; τινὰ τοῦ ζῆν Vett. Val. 150.10:— Pass., Hld.10.20. 2 reject as spurious, Ath.5.180e; remoue from a text, A.D.Synt.6.3,al. IV in Law, defraud, in Pass., PAmh. 2.77.7 (ii A. D.), etc.; also, circumvent, διάταξιν Just.Nov.55 Praef.
German (Pape)
[Seite 572] 1) umschreiben, umzeichnen, umgränzen; περιγράφει τῇ μαχαίρῃ τὸν ἥλιον ἐς τὸ ἔδαφος, er umzeichnete das einfallende Sonnenlicht auf dem Boden, Her. 8, 137; einen Umriß machen, Ar. Pax 879; σκιαγραφίαν ἀρετῆς περιγραπτέον, Plat. Rep. 365 c; περιγράφειν ὅροις, begränzen, Pol. 21, 11, 4; übh. bestimmen, τοῦ ἔτους χρόνον, Xen. Mem. 1, 4, 12; Arist. eth. 1, 7, 17; vgl. Plut. plac. philos. 3, 8. – 2) etwas Geschriebenes in Klammern einschließen u. dadurch für nicht vorhanden erklären; dah. = ausstreichen, Plut. de Alex. fort. 2, 1; vgl. Ruhnken Tim. p. 82; περιγράψατέ με ἐκ τῆς πολιτείας, Aesch. 3, 209; übh. aufheben, vernichten, Polem. 2 (V, 68); ἀγχόνῃ τὸ ζῆν περιγράψας, sich erhängen, Ath. IX, 388 c.