κάρος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A heavy sleep, torpor, κ. καὶ κραιπάλη Arist.Pr.873b14, cf. A.R.2.203, Phld.D.1.18, Str.16.4.19, Max.Tyr.16.1, Gal.8.231; κάρῳ προσφερὴς κατάληψις Iamb.Myst.3.2: pl., μελαγχολίαι καὶ κάροι καὶ λήθαργοι Stoic.3.57; drowsiness, Luc.Am.39.
German (Pape)
[Seite 1328] τό u. ὁ, tiefer Schlaf u. Starrsucht, Medic.; ἐν κάρῳ κείμενος Strab. XI, 8, 5; κάρος ἐπέπεσεν αὐτῷ Hdn. 1, 17, 20; ὑπνώδης, neben καταφορά, Plut. Anton. 72; der Schwindel, κάρος δέ μιν ἀμφεκάλυψε πορφύρεος Ap. Rh. 2, 203, Schol. σκότωσις; vgl. Arist. probl. 3, 18; κάρον ἐμποιῶν καὶ ἔκλυσιν S. Emp. adv. mus. 22.