ἑδραῖος
Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Pl.R.407b, Plu.2.288d:—
A sitting, sedentary, of persons or their occupations, ἔργον Hp.Art.53; οἱ πολλοὶ τῶν τὰς τέχνας ἐχόντων ἑδραῖοί εἰσι X.Lac.1.3; ἑ. ἀρχαί, opp. στρατεῖαι, Pl. R.407b; ἑ. βίος AP11.42 (Crin.). 2 ἑδραία ῥάχις the horse's back on which the rider sits, E.Rh.783. II steady, steadfast, κάθησ' ἑδραία Id.Andr.266; δεῖ τὴν γυναῖκα ὥσπερ κύβον ἑδραῖον εἶναι Plu.2.288d, cf.952d; κύβος -ότατον σῶμα Ti.Locr.98c; ἑ. βάσεις Pl.Ti.59d; ἑδραιότατον στοιχεῖον εἶναι τὴν γῆν Heraclit.All.41; ὂν τὸ πάντων -ότατον Plot.6.2.8; ἑ. ὕπνος sound sleep, Hp.Epid.6.4.15; of a cup, Ath.11.496a: metaph. in Rhet., firmly based, κατάληξις Demetr.Eloc.19, cf. Longin.40.4. Adv. -αίως firmly, Ath.Mech.36.10, Hdn.3.14.5; steadily, Procl.Hyp.3.21. 2 permanently appointed, PStrassb.40.11 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 716] auch 2 End., sitzend; οἱ πολλοὶ τῶν τὰς τέχνας ἐχόντων ἑδραῖοί εἰσι Xen. Lac. 1, 3; ἑδραῖοι τεχνἷται Poll. 1, 50; vgl. ἑδραῖος βίος, eine sitzende Lebensweise, Crinag. 30 (XI, 42); ἑδραῖοι ἐν πόλει ἀρχαί, Aemter, bei denen man ruhig in der Stadt bleibt, Plat. Rep. III, 407 b; bes. = feststehend, fest, unbeweglich; κάθησ' ἑδρᾳία Eur. Andr. 266; ἑδραιότατον καὶ σταδαῖον σῶμα Tim. Locr. 98 e; βάσεις Plat. Tim. 59 d; Sp.; – ἑδραίως, ἐπ' ὀχυροῦ βήματος ἑστῶτες, fest, Hdn. 3, 14, 10.