κατακαίω

From LSJ
Revision as of 19:57, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακαίω Medium diacritics: κατακαίω Low diacritics: κατακαίω Capitals: ΚΑΤΑΚΑΙΩ
Transliteration A: katakaíō Transliteration B: katakaiō Transliteration C: katakaio Beta Code: katakai/w

English (LSJ)

Att. κατακάω [ᾱ], Ep. inf.

   A κατακαιέμεν Il.7.408: fut. -καύσω Ar.Lys.1218: aor. κατέκαυσα Th.7.25; Ep. 3sg. κατέκηε Il.6.418; 1pl. subj. κατακήομεν (v.l. -κείομεν) Il.7.333; inf. κατακῆαι Od.11.46, κακκῆαι ib.74 (v.l. -κεῖαι): pf. -κέκαυκα X.HG6.5.37, Phld. Acad.Ind.p.69M.:—Pass., fut. -καυθήσομαι Ar.Nu.1505, -καήσομαι 1 Ep.Cor.3.15: aor. κατεκαύθην (the Att. form) Hdt.4.69, 6.101, κατεκάην Id.1.51, 2.107; Lacon. inf. -καῆμεν Plu.Lyc.20; -εκαύσθην Chron.Lind.D.41: pf. -κέκαυμαι And.1.108:—burn completely, in Hom. of sacrifices and dead bodies, κατακήομεν αὐτούς Il.7.333; μιν κατέκηε σὺν ἔντεσι 6.418; κ. τοὺς μάντιας burn them alive, Hdt. 4.69; ζῶντα κατακαυθῆναι Id.1.86, cf. 2.107; of cities and houses, etc., κατὰ μὲν ἔκαυσαν . . πόλιν Id.8.33; κατεκαίετο ὁ ἐν Δελφοῖσι νηός Id.1.50; [οἰκίη] κατεκάη Id.4.79; κατακαυθέντων ἱρῶν Id.6.101; τείχη -κεκαυμένα And. l.c.; γῆ κατακεκαυμένη burnt earth, Arist. Mete.358a14; Κατακεκαυμένη, name of the upper valley of the Hermus, in Lydia, Str.13.4.11, cf. κατακεκαυμενίτης; of the fingers, to be burnt with hot food, Porph.Abst.4.15; also κ. τὴν κοιλίαν PMagd.33.4 (iii B.C.).    2 of hot winds, parch, τὰ ἐκ τῆς γῆς PHib.1.27.73 (iii B.C.), al.    3 metaph., ὁ ἔρως ἐμέ . . κατακέκαυκεν Lyr.Alex.Adesp.8 (c):—Pass., τὰ στόματα -κάεται ἐπὶ τέχνην Anaxandr. 33.6; -καίομαι καταλελειμμένη Lyr.Alex.Adesp.1.24.    II Pass., of fire, κατὰ πῦρ ἐκάη had burnt down, burnt out, Il.9.212.

German (Pape)

[Seite 1351] (s. καίω), att. -κάω, wie Isocr. 4, 155, verbrennen; den Leichnam, ἀλλ' ἄρα μιν κατέκηε σὺν ἔντεσι Il. 6, 418, ἀλλά με κακκῆαι Od. 11, 74; so auch κατακῆαι, 10, 533. 11, 46 Bekker, Wolf κατακεῖαι, wie Il. 7, 408 κατακειέμεν, Bekker κατακαιέμεν; κατακήομεν αὐτούς, conj. aor., Il. 7, 333; oft in tmesi, wie κατὰ πίονα μηρί' ἔκηα u. κατὰ μῆρ' ἐκάη, 1, 40 Od. 3, 461; κατὰ πῦρ ἐκάη, das Feuer war niedergebrannt, Il. 9, 212; τῇ λαμπάδι ὑμᾶς κατακαύσω Ar. Lys. 1218; κατακαίουσι τοὺς μάντιας Her. 4, 69; ἡ οἰκίη κατεκάη 4, 79; κατακαυθέντων ἱρῶν 6, 101; Thuc. 2, 4; κατακεκαύκασιν Xen. Hell. 6, 5, 37; κατεκέκαυτο 50; ἕως ἂν κατακαυθῇ Plat. Phaed. 86 c; κατακαυθήσομαι Ar. Nubb. 1505; κατακέκαυμαι Andoc. 1, 108; κατακαήσεται I. Cor. 3, 15.