στερέω

From LSJ
Revision as of 19:57, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερέω Medium diacritics: στερέω Low diacritics: στερέω Capitals: ΣΤΕΡΕΩ
Transliteration A: steréō Transliteration B: stereō Transliteration C: stereo Beta Code: stere/w

English (LSJ)

3sg. imper.

   A στερείτω Pl.Lg.958e; otherwise pres. occurs only in form στερίσκω and compd. ἀπο-στερῶ: fut. στερήσω S.Ant. 574, στερῶ A.Pr.862: aor. ἐστέρησα E.Andr.1213 (lyr.), Pl.Lg.873e, PCair.Zen.93.13 (iii B.C.); inf. στερέσαι Od.13.262; ἐστέρεσεν IG12 (8).600.15 (Thasos), v.l. in LXX Nu.24.11, al.; στερέσας IG14.902 (Capri); ἐστέρισεν ib.12(9).293 (Eretria, iv/iii B.C.), AP11.335.4, prob. for ἐστέρησεν ib.124.2 (Nicarch.): pf. ἐστέρηκα (ἀπ-) Th.7.6, Plb.31.19.7, etc.:—Pass., pres. (apart from ἀπο-στερέομαι) found in early writers only in forms στέρομαι, στερίσκομαι (στεροῖτο X.Cyr.7.3.14, στερουμένους An.1.9.13, στερεῖσθαι E.Supp.793 (lyr.), perh. ff. ll.); part. στερούμενος Ph.Fr.29H., J.AJ2.7.3, Gal.18(2).19; imper. στερείσθω OGI483.173 (Pergam., prob. ii B.C., but inscribed in ii A.D.); στερέσθω ib.176, 179; 3pl. στερείσθων IG12(9).207.44 (Eretria, iii B.C.): fut. στερηθήσομαι D.C.41.7, etc., v.l. in Isoc.6.28, cf. 7.34, but in the best codd. στερήσομαι, as in S.El.1210, Th. 3.2, X.An.1.4.8, 4.5.28, Mem.1.1.8: aor. ἐστερήθην (v. infr.): poet. aor. 2 part. στερείς E.Alc.622, Hec.623, Hel.95, El.736 (lyr.): pf. ἐστέρημαι (v. infr.); ἐστέρεσμαι An.Ox.1.394: plpf. ἐστέρητο Th.2.65:— deprive, bereave, rob of anything, c. acc. pers. et gen. rei, οὕνεκά με στερέσαι τῆς ληΐδος ἤθελε Od.13.262; ἄνδρ' ἕκαστον αἰῶνος στερεῖ A. Pr.862, cf. S.Ant.574, E.Heracl.807, etc.; σ. τινὰ τῆς σωτηρίας, ψυχῆς, etc., Th.7.71, Pl.Lg.873e, etc.; ὅσα τροφὴν ἡ γῆ πέφυκεν βούλεσθαι φέρειν, μὴ στερείτω τὸν ζῶνθ' ἡμῶν ib.958e:—Pass., to be deprived or robbed of anything, c. gen., στερηθεὶς ὅπλων Pi.N.8.27; τῶν ὀμμάτων, τῆς ὄψιος στερηθῆναι, Hdt.6.117, 9.93; φροντίδος στερηθείς A.Ag.1530 (lyr.); τῆς βασιληΐης ἐστέρημαι Hdt.3.65, cf. 5.84; τοῖ παιδὸς ἐστερημένος Id.1.46; γαίας πατρῴας A.Eu.755; μετοικίας τῆς ἄνω S.Ant.890; φίλων Id.Fr.863; τῆς πόλεως Antipho 2.2.9 (as v.l.), X.Mem.1.1.8; ἀγαθῶν And 3.8, cf. Isoc.5.133, Pl.Phlb.66e, etc.: abs., τὸ ἐστερῆσθαι state of negation or privation, Arist.Cat.12a35.    II rarely c. acc. rei, take away, μισθόν AP9.174.12 (Pall.): —Pass., to have taken from one, πλούτου . . κτῆσιν ἐστερημένῃ S.El. 960 (though the acc. may be construed with στένειν) ; φασγάνῳ βίον στερείς E.Hel.95.

German (Pape)

[Seite 937] (vgl. στερίσκω u. στέρομαι), fut. στερήσω, auch στερέσω, Schäf. Schol. Par. Ap. Rh. 1, 850 Jac. A. P. 680. 711; aor. ἐστέρησα, auch στερέσαι, Od. 13, 262; pass. στερέομαι, dazu auch fut. στερήσομαι, Thuc. 3, 2 Xen. An. 1, 4, 8. 4, 5, 28 (s. στέρομαι), perf. ἐστέρημαι, aor. ἐστερήθην, auch ἐστέρην, s. στέρομαι; – berauben, τινά τινος, z. B. οὕνεκά με στερέσαι τῆς ληΐδος ἤθελε πάσης, Od. 13, 262; pass., στερηθεὶς ὅπλων, Pind. N. 8, 27; γυνὴ γὰρ ἄνδρ' ἕκαστον αἰῶνος στερεῖ, Aesch. Prom. 864; γῆς πατρῴας ἐστερημένον, Eum. 725; φροντίδων στερηθείς, Ag. 1312; ἦ γὰρ στερήσεις τῆσδε τὸν σαυτοῦ γόνον, Soph. Ant. 570; φωτὸς ἐστερημένη, Trach. 276, u. öfter; διπλῶν τέκνων μ' ἐστέρησε Φοῖβος, Eur. Andr. 1214; ἐσθλῆς γυναικὸς στερηθῆναι, Alc. 198, u. öfter; in Prosa: τῶν ὀμμάτων, τῆς ὄψιος στερηθῆναι, Her. 6, 117. 9, 93; Thuc. 4, 20. 64. 73; ἐὰν ἄψυχόν τι ψυχῆς ἄνθρωπον στερήσῃ, Plat. Legg. IX, 873 e; οἵου ἀνδρὸς ἑταίρου ἐστερημένος εἴην, Phaed. 117 d; φιλοσοφίας ἂν στερηθεῖμεν, Soph. 260 a, u. öfter; τῆς κεφαλῆς στερηθήσεσθαι, Xen. Cyr. 4, 2, 32, wo Schneider aus mss. στερήσεσθαι aufgenommen hat; Sp., wie Pol. 24, 8, 10. – Vgl. das in Prosa gew. ἀποστερέω.