συμποιέω
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
A help or assist in doing, τι And.1.62, Is.8.16; συμποιοῦντος αὐτοῖς καὶ Φίλωνος PEnteux.55.9, cf. 83.6 (iii B.C.); v. σύν c. II compose jointly with, τοὺς Ἱππέας ξυνεποίησα τῷ φαλακρῷ τούτῳ (i.e. Eupolis in partnership with Aristophanes) Eup.78 (troch.); Εὐριπίδῃ . . συνεποίεις . . τὴν τραγῳδίαν Ar.Fr.580, cf. Th.158; of a sculptor, συμποιεῖσθαι ἄγαλμα μετά τινος Sch.Ar.Nu.857.
German (Pape)
[Seite 988] mit od. zusammen machen, dichten, Ar. Th.. 158; helfen, Andoc. 1, 61; Is. 8, 16; μετά τινος, Luc. Pseudol. 2.