μεγαυχής
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
ές,
A = μεγάλαυχος, παγκράτιον Pi.N.11.21; δαίμων A. Pers.642 (lyr.). II boasting, c. dat., σκάπτροισι AP7.427.7 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 110] ές, = μεγαλαυχής; παγκράτιον, Pind. N. 11, 21; δαίμων, Aesch. Pers. 633; sp. D., wie Θῆβαι Ep. ad. 288 (Plan. 102); auch ὁ σκάπτροισι μεγαυχής, stolz auf, Antip. Sid. 93 (VII, 427).