χορηγός
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
ὁ (also ἡ), Dor. χορᾱγός Alcm.23.44, Ar.Lys.1315 (lyr.): (χορός, ἡγέομαι):—
A chorus-leader, like the later κορυφαῖος, θεοὺς συγχορευτάς τε καὶ χορηγοὺς ἡμῖν δεδωκέναι τόν τε Ἀπόλλωνα καὶ τὰς Μούσας Pl.Lg.665a: generally, leader of a train or band, πῦρ πνεόντων χ. ἄστρων, of Dionysus, S.Ant.1147 (lyr.); χ. δελφίνων E.Hel. 1454 (lyr.). II at Athens and elsewhere, one who defrays the costs for producing a chorus, χορηγῶν ἀποδεικνυμένων ἑκατέρῃ τῶν δαιμόνων δέκα ἀνδρῶν Hdt.5.83; χορηγὸν καταστῆσαί τινα IG22.141.34; χ. κατεστάθην εἰς Θαργήλια Antipho 6.11; καταστὰς χ. τραγῳδοῖς Lys.21.1, cf. 3; supplied by the φυλαί in turn, D.20.130, cf. Aeschin. 1.11; χ. αἱρεθείς, ἱμάτια χρυσᾶ παρασχὼν τῷ χορῷ, ῥάκος φορεῖ Antiph. 204.5 (troch.); used of a woman, Milet.1(7). No.265: generally, of liturgies other than the trierarchy, εἰσποιεῖ χορηγοὺς εἰς ἐκείνας τὰς λῃτουργίας D.20.19. 2 metaph., one who defrays the costs for any purpose, χ. ἔχοντες Φίλιππον Id.9.60; Φιλίππῳ χ. χρώμενος Id.19.216; χ. τὸν πατέρα ἔχειν εἴς τι Id.40.51; λήψεται χ. τῇ ἑαυτοῦ βδελυρίᾳ Aeschin.1.54, cf. 2.79; οἱονεὶ χ. καὶ μισθοδότης Plb.2.44.3, cf. 8.7.2; τῆς φύσεως αὐτῶν ὁ θεὸς χ. Iamb.Bab.p.51 Hinck. 3 Astrol., of planets, patron of a profession or trade, Paul.Al.P.2. 4 Medic., supply-veins, Orib.45.18.23. b a dressing, Id.46.19.6.
German (Pape)
[Seite 1365] ὁ, dor. u. att. χοραγός (Lob. Phryn. p. 430), 1) der Chorführer, Anführer eines Reigens, Chortanzes; θεοὺς συγχορευτάς τε καὶ χορηγοὺς ἡμῖν δεδωκέναι τόν τε Ἀπόλλωνα καὶ Μούσας Plat. Legg. II, 665 a; übh. der einen Zug, eine Schaar anführt, ἰὼ τῶν πῦρ πνεόντων χοράγ' ἄστρων Soph. Ant. 1133, vom Bacchus; χοραγὲ τῶν καλλιχόρων δελφίνων Eur. Hel. 1470. – Bes. 2) der die Kosten zur Ausrüstung u. Aufführung eines Chors, einer theatralischen Vorstellung hergiebt; χορηγὸς κατεστάθην εἰς Θαργήλια Antiph. 6, 10; καταστὰς χορηγὸς τραγῳδοῖς, χορ. κατέστην παιδικῷ χορῷ Lys. 21, 1. 4; χορηγὸν ἐνεγκεῖν, ernennen, Dem. 20, 130; – übh. der die Kosten u. Mittel wozu hergiebt, den Aufwand wozu bestreitet; χορηγὸν τῇ βδελυρίᾳ λαμβάνειν Aesch. 1, 54; Φιλίππῳ χορηγῷ χρώμενος Dem. 19, 216; πολυτελῶς ζῶσα καὶ εἰς ταῦτα χορηγὸν τὸν πατέρα τὸν ἐμὸν διὰ τὴν ἐπιθυμίαν ἔχουσα 40, 51; τῆς ἀνοίας Luc. de luct. 20, u. a. Sp. Bes. auch der Lebensmittel für ein Heer und Kriegsbedürfnisse herbeischafft.