ὄρθρος
English (LSJ)
ὁ,
A the time just before or about daybreak, dawn, cock-crow (ἀπ' ὄρθρου μέχρι περ ἂν ἥλιος ἀνάσχῃ Pl.Lg.951d), τάχα δ' ὄ. ἐγίγνετο δημιοεργός h.Merc.98 ; ἐπειδὰν ὄ. ᾖ Ar.Ach.256, cf. Av.496, etc. ; ὄρθρου at dawn, Hes.Op.577, Sopat.25, Aristopho 10 ; ὄρθρου γενομένου Hdt.1.198 ; ἅμα ὄρθρῳ Id.7.188, Th.3.112, etc. ; ἐς ὄρθρον Theoc.18.56, cf. X.Cyn.6.6 ; κατ' ὄρθρον Ar.V.772 ; περὶ ὄρθρον Th.6.101 (cf. περίορθρος) ; πρὸς ὄρθρον towards dawn, Ar.Lys.1089 ; πρὸς ὄρθρον γ' ἐστίν Id.Ec.20 ; ὑπ' ὄρθρον Batr.103 ; ὑπὸ τὸν ὄ. D.C.76.17 ; τὸν ὄ., abs., in the morning, Hdt.4.181 ; δι' ὄρθρων each morning early, E.El. 909 ; ὄ. βαθύς dim morning twilight, ἀλλὰ νῦν ὄ. β. Ar.V.216, cf. Pl. Cri.43a, Theoc.18.14 ; τῆς παρελθούσης νυκτὸς... ἔτι βαθέος ὄ. Pl.Prt. 310a, cf. Ev.Luc.24.1. II Ὄρθρος, ὁ, a mythical dog, son of Typhaon and Echidna, that kept the herds of Geryoneus on the island Erytheia, and was there killed by Heracles, Hes.Th.309, cf. 293 (v.l. Ὄρθος).
German (Pape)
[Seite 377] ὁ (ὄρνυμι), der frühe Morgen, die Zeit vor und um Tagesanbruch, wo die Sonne aufgeht, die Menschen und Thiere sich von ihren Lagern erheben; Hes. O. 579; H. h. Merc. 98; ὑπ' ὄρθρον, Batrach. 102; δι' ὄρθρων, Eur. El. 909; κατ' ὄρθρον, πρὸς ὄρθρον, Ar. Vesp. 772 Eccl. 20; ἅμα τῷ ὄρθρῳ, Thuc. 3, 112, wie Her. 7, 188; ὄρθρος βαθύς, sehr früher Morgen, Ar. Vesp. 216 Plat. Criton. 43 a Prot. 310 a; ἀπ' ὄρθρου μέχρι περ ἂν ἥλιος ἀνίσχῃ, Legg. XII, 951 d; Folgde, ἐξ ὄρθρου Pol. 3, 73, 3, τὸν ὄρθρον, am Morgen, 12, 26, 1; bei B. A. wird ὄρθρος bestimmt als ἡ ὥρα τῆς νυκτός, καθ' ἣν ἀλεκτρυόνες ᾄδουσιν, ἄρχεται δὲ ἐνάτης ὥρας καὶ τελευτᾷ εἰς διαγελῶσαν ἡμέραν.