implacable
From LSJ
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Stubborn: P. and V. αὐθάδης, σκληρός. Pitiless: P. ἀπαραίτητος, V. νηλής, δυσπαραίτητος, δυσάλγητος, ἀνοικτίρμων (Soph., Frag.), P. and V. σχέτλιος, πικρός, Ar. and V. ἄτεγκτος, ἄνοικτος; see cruel, pitiless. Of war: P. and V. ἄσπονδος, P. ἀκήρυκτος. Implacable anger: V. ἀστεργὴς ὀργή, ἡ. Unforgetting: V. μνήμων.