διαστρατηγέω
English (LSJ)
A assume the position of general, Plu.Phoc.25, Aem. 13,al. II trans., to out-general, τοὺς Ῥωμαίους Plb.21.39.9; τοὺς βαρβάρους Dion.Byz.53. 2 δ. τι practise stratagems, Plb.16.37.1. 3 δ. πόλεμον conduct a war to its close, Plu.Sull.23; δ. τὰν ἀρχάν Polusap.Stob.3.9.51. 4 at Rome, come to the end of one's praetorship, D.C.54.33.
German (Pape)
[Seite 604] 1) das Amt des στρατηγός zu Ende führen, die Prätur niederlegen, Dio Cass. 54, 33; τὰν ἀρχάν, Polus Stob. flor. 9, 54. – 2) πόλεμον, den Krieg als Feldherr durchführen, Plut. Sull. 24 Aemil. 13. – 3) durch Kriegslist betrügen, τοὺς Ῥωμαίους Pol. 22, 22; τί, etwas listig im Kriege ausführen, 16, 37. – Bei Plut. Phoc. 25, ἀλλαχόθεν ἄλλος διεστρατήγουν, sie mischten sich in das Amt des Feldherrn.
Greek (Liddell-Scott)
διαστρᾰτηγέω: ὑπηρετῶ ὡς στρατηγός, ἀναλαμβάνω τὰ καθήκοντα στρατηγοῦ, Πλούτ. Φωκ. 25. ΙΙ. μεταβ., δ. τινα, ὑπερβάλλω τινὰ ὡς στρατηγός, Πολύβ. 22. 22, 9. 2) δ. τι, μετέρχομαι στρατηγήματα, καταφεύγω εἰς στρατηγήματα, ὁ αὑτ. 16. 37. 1. 3) δ. πόλεμον, φέρω πόλεμον εἰς τὸ τέλος, Πλούτ. Σύλλ. 23· δ. τὰν ἀρχὰν Πῶλος παρὰ Στοβ. 9. 54. 4) ἐν Ρώμη, ἔρχομαι εἰς τὸ τέλος τοῦ ὡρισμένου διὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ πραίτωρος χρόνου, Δίων Κ. 54. 33.