ἄβουλος
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
English (LSJ)
ον,
A inconsiderate, ill-advised, S.Ant.1026, Men.Pk.382, Anacreont.12.4; τέκνοισι Ζῆν' ἄβουλον taking no thought for them, unfeeling, S.Tr. 140, cf. El.546, E.Heracl.152: Comp., Th.1.120.7: Sup., Plu.Dio43. Adv. -ως Hdt.3.71; οὐκ ἀ. Pherecr.143.6; ἀ. καὶ ἀθέως Antipho 1.23: Sup. ἀβουλότατα Hdt.7.9.β, Plb.Fr.92.
German (Pape)
[Seite 4] (βουλή), ohne Ueberlegung, unbedachtsam, übelberathen, Soph. ἀνήρ Antia. 1613; El. 953; πατήρ (καὶ κακὸς γνώμην) El. 536; πόλις C. C. 944; στάσις γλώσσης O. R. 634; νόημα Anacr. 12, 14. Im Ggstz von εὔβουλος Thuc. 1, 84; ἀβουλότερα neben κακῶς γνωσθέντα 1, 126. – Act., Ζεὺς τέκνοισιν ἄβουλος Soph. Tr. 132. – Adv. ἀβούλως, unüberlegt, Her. 3, 71; ἀβουλότατα 7, 9, 2; οὐκ ἀβ. ἀλλὰ πόῤῥωθεν κατεσκευασμέναι Pherec. Ath. XI, 486 b. – Aber Antiph. 1, 23 ἀβ. τε καὶ ἀθέως διαχρήσασθαί τινα, böswillig.
Greek (Liddell-Scott)
ἄβουλος: -ον, (βουλὴ) ἀσυλλόγιστος, κακῶς σκεφθείς, -ἀνήρ, Σοφ. Ἀντ. 1026 κτλ.: τέκνοισι Ζῆν ἄβουλον εἶδεν, μηδόλως περὶ αὐτῶν σκεπτόμενον, ὁ αὐτ. Τρ. 140. -πόλις, Οἰδ. Κ. 944. - στάσις γλώσσης, Οἰδ. Τ. 634. συγκρ. -ότεροι, Θουκ. 1, 120, 7. 2) = κακόβουλος, δύσβουλος, Σοφ. Ἠλ. 546. - ἐπίρρ. ως, Ἡρόδ. 3, 71: οὐκ ἀβ. Φερεκρ. Τυρ. 1, 6: ὑπερθ. -ότατα Ἡρόδ. 7. 9, 2.