φώρ

From LSJ
Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φώρ Medium diacritics: φώρ Low diacritics: φωρ Capitals: ΦΩΡ
Transliteration A: phṓr Transliteration B: phōr Transliteration C: for Beta Code: fw/r

English (LSJ)

ὁ, gen. φωρός, dat. pl.

   A φωρσί Ael.NA9.45:—thief, Hdt.2.174, etc.; φώρ τινος Pl.R.334a; Ἀργεῖοι φῶρες Ar.Fr.57; φ. ἄνθρωποι Paus.10.15.5; ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον prov. in Arist. EE1235a9; τὰ τῶν φ. κρείττω prov. in Hyp.Fr.1: Sup. φώρτατος most thievish, Sophr.1.    II a kind of bee, prob. robber-bee, Arist.HA553b9, 625a5.    III φωρῶν λιμήν, a harbour near Athens, a little westward of the Piraeus, used by smugglers, D.35.28,53, Str.9.1.14. (Like Lat. fur, from bher- (root of φέρω), cf. ἄγειν καὶ φέρειν.)

German (Pape)

[Seite 1322] ὁ, gen. φωρός, 1) der Dieb, fur, Her. 2, 174 Plat. Rep. I, 334 a. – 2) eine Bienenart, die Raubbiene, von κηφήν verschieden; Arist. H. A. 5, 22. 9, 40; Antigon. Caryst. p. 105 u. A.; – Sophron im E. M. bildet auch einen superlat. φωρότατος, sehr diebisch.

Greek (Liddell-Scott)

φώρ: ὁ, γεν. φωρός, δοτ. πληθ., φωρσὶ Αἰλ. περὶ Ζῴων 9. 45· ― κλέπτης, Ἡρόδ. 2. 174, καὶ Ἀττ.· φώρ τινος Πλάτ. Πολ. 334Α· Ἀργεῖοι φῶρες Ἀριστ. Ἀποσπ. 153· φωρ. ἄνθρωποι Παυσ. 10. 15, 5· ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον, παροιμ. παρ’ Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 1, 5. ― Ὁ Σώφρων ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ὑπερθ. φώρτατος, κλεπτίστατος, Ἀποσπ. 28 Ahrens. ΙΙ. εἶδος μελίσσης, ἕτερος ὁ φὼρ καλούμενος, μέλας καὶ προγάστωρ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 9. 40, 20, τρίτος δὲ ὁ φὼρ καλούμενος αὐτόθι 5. 22, 1. ΙΙΙ. φωρῶν λιμήν, πλησίον τῶν Ἀθηνῶν καὶ ὀλίγον δυσμικώτερον τοῦ Πειραιῶς, εἰς ὃν κατέφευγον οἱ λαθρεμπόριον μετερχόμενοι, Δημ. 932. 13, 642. 5, Στράβ. 395. Πιθ. ἐκ τῆς √ΦΕΡ, πρβλ. τὴν φράσιν ἄγειν καὶ φέρειν, fere et agere, “convey” the wise it call (Shaksp., Merry Wives, 1. 3)·. fūr, fūris.