περινέω
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
English (LSJ)
(A),
A swim round, Hp. ap. Gal.19.130 ; π. κύκλῳ τινός Arist. HA621a18.
περινέω (B), Hdt.6.80 : aor. part.
A περινήσας Id.4.164, also uncontr. inf. -νηῆσαι v.l. in Id.2.107, cf. Q.S.3.678 (Med.):—pile, heap round, ὕλην (sc. περὶ τὸν πύργον) Hdt.4.164 ; πολὺ πῦρ Anon. ap. Suid., cf. Plu.2.583a. 2 π. τὴν οἰκίην ὕλῃ pile it round with wood, Hdt.2.107 ; ὕλῃ τὸ ἄλσος Id.6.80.
German (Pape)
[Seite 583] (s. νέω), umfließen, umschwimmen, Arist. H. A. 9, 37; auch = περινήω, Her.
Greek (Liddell-Scott)
περινέω: -νεύσομαι, νέω, κολυμβῶ πέριξ, «περινεῖ, ... περινήχεται» Ἡσύχ., Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ.· π. κύκλῳ τινὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 10.