ὑπερτελής
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
English (LSJ)
ές,
A overleaping: of a beacon, leaping over the strait, A.Ag.286. 2 c. gen., rising or appearing above, τίς οἴκων . . ὑ. . . θεῶν; E.Ion1549; ἄθλων ὑ. one who has reached the end of his labours, S.Tr.36. II of numbers the sum of whose factors (including unity) is greater than themselves (such as 12, because 1 + 2 + 3 + 4 + 6 = 16), opp. ἐλλιπεῖς, Nicom.Ar.1.14, cf. Mart.Cap.7.753; of the μονάς, Theol.Ar.3; cf. ὑπερτέλειος 2. 2 of payments, due, PSI1.66.21 (v A. D.).
German (Pape)
[Seite 1202] ές, 1) übers Ziel gehend, übertreffend; Aesch. Ag. 277; ἄθλων Soph. Trach. 36, der die Kämpfe überstanden hat. – 2) darüber aufgehend, erscheinend, Eur. Ion 1549. – Von Zahlen nennt Nicom. arithm. 1, 14 diejenigen ὑπερτελεῖς, die kleiner als die Summe ihrer genauen Theile od. Maaße sind, z. B. 12, dessen Theile 6 + 4 + 3 + 2 + 1 = 16 sind; so 24 u. ähnliche; Ggstz ἐλλιπής, wie 8, dessen Theile 4 + 2 + 1 = 7 sind.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερτελής: -ές, γεν. έος, ὁ πέραν τοῦ σκοποῦ, ἐξικνούμενος, ὑπερτ. τε, ὑψούμενος ὑψηλὰ (ἐπὶ τοῦ φρυκτοῦ), Αἰσχύλ. Ἀγ. 286, 2) μετὰ γεν., ἐγειρόμενος ἢ φαινόμενος ὑπεράνω, τίς οἵκων ὑπ. θεός; Εὐρ. Ἴων. 1549· ἄθλων ὑπερτελής, ὁ κατορθώσας νὰ φθάσῃ εἰς τὸ τέλος τῶν ἀγώνων, Σοφ. Τραχ. 36. ΙΙ. ἀριθμοί τινες καλοῦνται ὑπερτελεῖς ἢ ὑπερτέλειοι, ὅταν τὰ μέρη αὐτῶν συντεθέντα ὦσι μείζονα τῶν ὅλων, π.χ. τὰ μέρη τοῦ 12: διότι τούτου τὸ ἥμισυ εἶναι 6, τὸ τρίτον 4, τὸ τέταρτον 3, τὸ ἕκτον 2, τὸ δωδέκατον 1, ἅτινα συντεθέντα γίνονται 16, ὅπερ εἶναι μεῖζον τοῦ 12· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐλλιπεῖς, Νικομ. Ἀριθμ. 87, κλπ.